Α, ποιος μπορεί, πλάσμα, φτωχό, να κάνει να υποφέρεις
και μόνο να πλανεύεσαι με μιαν όψη χλωμή;
Ξεράθηκαν οι λυγαριές, και στις οχθιές της λίμνης
κανένα πια δεν τραγουδεί πουλί.
Α, ποιος μπορεί φτωχούλη μου, κακό να σου ’χει κάνει
αγέρωχο, μα αλλοίμονο, δυστυχισμένο πλάσμα;
Στις αποθήκες του σταριού οι σκίουροι φωλιάσαν
τα στάχυα πια κρυφτήκανε στη στάνη.
Βλέπω ένα κρίνο ολόλευκο πάνω στο μέτωπό σου
της αγωνίας το χλώμιασμα, του πυρετού το κάμα
και ρόδο που μαραίνεται βλέπω στο πρόσωπό σου
ρόδο που γρήγορα βουβό, θροεί.
– Συνάντησα μέσ’ στους χρυσούς τους κάμπους μια κυρά,
που είχε ομορφιά ατίμητη, μάγισσας ήταν κόρη·
η κόμη της ολόμαυρη, τα πόδια της λαφριά,
τα μάτια της φαντάζαν αγριεμένα.
Την κάθισα μπροστά σ’ εμένα απάνω στ’ άλογό μου
κι όλη τη μέρα τίποτα δεν είδα άλλο απ’ αυτό
γιατί έσκυβεν ανάλαφρη στο πλάι και τραγουδούσε
μιας μάγισσας τραγούδι αρμονικό.
Για το χρυσό κεφάλι της έπλεξα μια γιρλάντα
βραχιόλια γιόμορφα ύστερα και ζώνη, που ευωδούσε
κι εκείνη όλο μ’ εκοίταζεν ωσάν να μ’ αγαπούσε
κι ένα μουρμούρισμα άφηνε γλυκό.
Βρήκε για μένα γευστικές και γλυκών δέντρων ρίζες,
μέλι άγριο βρήκε δροσερό, και μάννα από δροσιά
και θάειπεν είμαι – βέβαιος – σε γλώσσα εξωτικιά
αληθινά, το πόσο μ’ αγαπούσε.
Και στη σπηλιά της μ’ έσυρε που ’τανε στοιχειωμένη
κι εκεί άφησε κοιτώντας με, μια ανάβαθη πνοή.
Εκεί έκλεισα τα μάτια της τ’ άγρια τα λυπημένα
και τη φιλούσα ώσπου να κοιμηθεί.
Κι εκεί αργοκοιμηθήκαμε στο πράσινο χορτάρι,
κι εκεί ονειρεύτηκα ο φτωχός, αλήθεια αλλοίμονό μου
το τελευταίο που ποτέ ονειρεύτηκα όνειρό μου
στου παγερού του κρύου βουνού, το πλάι.
Είδα χλωμούς τους πρίγκηπες, ωχρούς τους βασιλιάδες
και μαχητές είδα χλωμούς, είχαν νεκρών χλωμάδες
και φώναζαν: ‘‘Η άσπλαχνη όμορφη κυρά…
σ’ εσκλάβωσε, σ’ έχει σκλαβώσει πια’’.
Τα σκοτεινά, τα χείλια της, είδα φριχτά ν’ ανοίγουν
για να μου πούνε τη φριχτή την τρομερή αγγελία
κι εξύπνησα και βρέθηκα μονάχος εδώ πέρα
σ’ αυτού του λόφου τη πλαγιά την κρύα.
Και να γιατί μονάχος μου, σ’ αυτά τα μέρη μένω
πλάσμα χλωμό, μοναχικό, που όλο περιπλανιέμαι
κι αν στις οχθιές ξεράθηκαν οι λυγαριές της λίμνης
κι αν πια πουλί δεν τραγουδάει κανένα.
Μετάφραση: Γ. Λ. Ρόης
Πηγἠ:https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/category/%CF%84%CE%B6%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B7%CF%84%CF%83/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου