ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟΙ
Στις ακουαρέλες του ζωγράφου
το ψιλόβροχο
αγνοεί τις λαϊκές συνοικίες.
Στην κορυφή
ενός απολιθωμένου γεγονότος
κάτω απ τις σημαίες
φυτρώνει το δάκρυ των φτωχών.
Η πιο ακράια διαμαρτυρία είναι η σιωπή.
Δεν την αντέχεις.
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ
Σε ώρες κρίσης, ανθίζει
το ποίημα.
Σημείο διαιρέσεως
ονείρου
είναι,
με λευκοπλάστες στο κορμί
ουρανός
πάνω σε ρόδες,
ένα κλουβί στα μαλλιά
και το ωραίο κορίτσι
σφαγμένο από σύννεφο.
ΑΣΤΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ
Στους τοίχους των σαλονιών τους
τώρα
κρεμάνε τη ζωή που μίσησαν.
Αγρότισσες στα χωράφια,
εργάτες, ορυχεία, προλετάριους,
μια γυμνή κοπέλα,
εραστές, αγόρια, ναύτες,
πουτάνες που πέθαναν μόνες
στο πεζοδρόμιο.
Σ’ αυτά τα σαλόνια
κάνουν
τα πάρτι και τις δικτατορίες
τις προσευχές και τα όργια.
Σ’ αυτά τα σαλόνια έχουν
και τα δικά μας πορτραίτα.
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Οι περισσότεροι είμαστε γκαρσόνια,
πόρνες,
θηριοδαμαστές,
στα δέντρα και τα σχήματα του κόσμου
αναρριχώμενα.
Σε πατώματα βρώμικα
μέσα σε άχρηστες νύχτες γεννηθήκαμε
άλλοι στους δρόμους
στα μικρόφωνα,
άδεια τσιγάρα
καπνίσαμε
πένθιμες πόλεις.
Φύλλο πορείας θανάτου.
Κι όταν έβρεχε στα ξενοδοχεία σβήναμε,
βγάζαμε τη φανέλα σ’ άδεια δωμάτια
κανείς δεν πρόλαβε να ζήσει.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ
Σε φαγωμένη κίνηση
οδοιπορούσε η διαδήλωση.
Ο ημεροδείχτης έδειχνε θάνατο.
ο ιδρώτας στις μασχάλες,
τα σχήματα στα χέρια μας
που ολοένα ξεψυχούσαν,
στα ρείθρα των δρόμων
με τα αίματα
σταυροί καρφωμένοι
σαν φωνές
από μια μυστική χιλιετηρίδα.
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
Σημαίες, στεφάνια, βόμβες Ναπάλμ.
Παιδιά ανάπηρα του μεσαίωνα
με πλαστικές σημαίες,
που τις χωνεύει
αργά-αργά ο χρόνος,
ανεβαίνουν στον ουρανό.
Σαν βροχοστάλες πάνω στις στέγες
εκεί όπου μαζεύονται οι ψυχές
για μια αρχαία απογραφή.
Εκεί στις ασβεστωμένες αυλές
όπου οι κηλίδες αίματος
σαν λεπτές επινοήσεις, περιμένουν
μιαν αιφνίδια επέλαση.
Σημαίες, στεφάνια, βόμβες Ναπάλμ.
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ίσως, να ανήκω στους ποιητές
που τους αγοράζουν
μονάχα απ’ τα καλάθια,
μα είμαι γι’ αυτό ευτυχισμένος
γιατί εγώ το ξέρω
πως οι άνθρωποι
που ψωνίζουν απ’ τα καλάθια
είναι το μέλλον του κόσμου.
ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Ένα δάκρυ στάζει
δίπλα στα φλιτζάνια του καφέ
στα σινεμά, στους στρατώνες,
στα οινομαγειρεία.
Πάνω στο χνωτισμένο τζάμι
ζωγραφίζω ένα τετράγωνο.
Στο πλάνο ένας άνεργος,
μετράει τα σάλια
στ’ αποτσίγαρα.
Μια γριά
απ’ αυτές που ψάχνουν στα σκουπίδια
του χαρίζει ένα τριαντάφυλλο.
«θα με ζεστάνεις παιδάκι μου;».
ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
πάνω σ’ ένα βυζί
ή σ’ ένα πρησμένο συκώτι
χαράσσονται οι έγνοιες.
Αντώνης Αντωνάκος- Το φθινόπωρο του στρατιώτη, Πάροδος 1996.
Πηγή:https://mikresdiafyges.wordpress.com/2020/11/07/%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%8e%ce%bd%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%89%ce%bd%ce%ac%ce%ba%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%bf-%cf%86%ce%b8%ce%b9%ce%bd%cf%8c%cf%80%cf%89%cf%81%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%84/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου