Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.
΄Ασπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα
λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.
Ξαφνικά, περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.
Κι απ’ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.
Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κουστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.
Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ έναν φόβο αόριστο.
Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.
Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.
Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Απ’ το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.
Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
(Θανάσης Κωσταβάρας, από τη συλλογή "Στο Βάθος του Χρώματος", εκδ. Νεφέλη, 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου