Έπεσα σε λάκκο με άσπρο και κάηκα.
Όμως το ποίημα είναι ποτάμιΚαι μια υγρασία θαυμαστική
Θαρρώ γλυκαίνει τη σιωπή απ’ την οργή της
Αν την πρόδωσα. Δεν φταίω, τ’ ορκίζομαι.
Κάποιοι ξεχάσαν ένα βάζο με φωνήεντα στο ράφι
Που θα το ‘φτανα. Ύστερα έμαθα με φλούδες συλλαβών
Να φτιάνω πλοία. Μικρά, όσο το δάχτυλο παιδιού
Και τα ’ριχνα μες στο νεράκι που έφευγε –
Τότε κατάλαβα : Μονάχα ο χωρισμός
ενώνει τους ανθρώπους. Τα υπόλοιπα
Τα ξέρετε από άλλες διηγήσεις. Πως «πίσω δεν γυρνάει»
Πως «δις εμβήναι τω αυτώ ουκ έστιν» και τα όμοια.
Μας τα ‘παν, τα ξανάπαν, σαν το αυτονόητο
Να είχε χρείαν ερμηνείας. Αλλά το ποίημα
Είναι ποτάμι από δάκρυα ξένα. Παιδί που αντρώθηκε
Συχνά το βλέπω να γυρνάει προς την πηγούλα του.
Κι όταν φουσκώνει
Απ’ την πολλήν αγάπη
Πνίγει.
Αντώνης Φωστιέρης, από τη συλλογή Η σκέψη ανήκει στο πένθος, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου