Στον Άρη, την Κατερίνα και όλη την παρέα της γιορτής λαδιού
Άμα πεθάνω θα με ξενυχτήσετε
μας απειλούσε η Κατερίνα στο κοιμητήριο στη Λάμπαινα,
ψηλή, στητή μες στα λαδιά της τα λινά,
κυπαρισσένια..
Κατέβηκε η καλή κυρά, το πρόσωπό της όμορφο,
το πρόσωπό της χώμα .Τόσες φορές έψησε κρέατα στο τζάκι της,
ψωμί καψαλητό με το φρέσκο λάδι.
Προπόσεις και κεράσματα, ρεμπέτικα παλιά
και τα δικά μας του Μοριά
αντιλαλούσε το κονάκι.
Τώρα των τραγουδιών τους δρόμους σκέπασε
των αγγέλων ο χορός
του πλαγίου του πρώτου
και η Κατερίνα ,
μακριά απ´ τα μελίσσια της
αντίκρυ στον Ταύγετο,
ψηλή, στητή πάνω στον ψεύτικο ντουνιά,
αναμετριόταν με τη μοναξιά
της τελευταίας της νύχτας.
ΙΙ
Στο παρεκκλήσι μεταλλικές και ξύλινες κυψέλες στοιβαγμένες,
σταυροί ζωγραφιστοί, ονόματα.
Τέτοιας σιγής κυψέλες.
Βασιλικές, Ελένες με επίθετα μοραΐτικα,
Δημήτριοι, Κωνσταντίνοι
στρατιώτες, βασιλείς,
πλυμένοι όλοι με κρασί
οστά ταπεινωμένα.
Σε ένα κασελάκι η μπογιά δεν έφτασε,
ανέχεια αναβολή ποιος ξέρει,
αιωρούνταν το όνομα μισό στην ανυπαρξία.
Τώρα της Κατερίνας τα μελίσσια αντίκρυ στον Ταύγετο
συνάζουν θρούμπι, θυμάρι και φασκόμηλο
στις βουερές κυψέλες.
Με ώχρα βαθυκίτρινη και κόκκινες και άσπρες,
άλλες βαθυγάλαζες,
με φεγγάρια και πουλιά και σχέδια της χαράς της.
Πιο σφριγηλό μελίσσι απάνω στο Μοριά
μελίσσι πιο χαρούμενο απ´ το κανάκεμά της να υπάρχει δε φαντάζομαι.
Τώρα της Κατερίνας τα μελίσσια
θα μπαινοβγαίνουν συνάζοντας τη γύρη τους
στις βουερές κυψέλες.
Εδώ το σμάρι σιγηλό,
γενιές γενεών
τρανό χωριό
κυψέλες άκρατης σιγής
η Λάμπαινα ολόκληρη
οι τσακωμοί οι έρωτες
τα γέλια
οι κουβέντες.
Άμα πεθάνω θα με ξενυχτήσετε
και θα με τραγουδήσετε
η Κατερίνα μας φοβέριζε,
στητή,
κυπαρισσένια πάνω στον ψεύτικο ντουνιά,
αντίκρυ απ´ τις κυψέλες της
με τη δική της τη σιγή αναμετριόταν.
Το κυπαρίσσι
Ι
Ψυχοπαράσκευο μεθαύριο δε θα ’ ρθώ.
Θα ζυμώσω ένα πρόσφορο να πάω.
Α ρε μάννα, να μη γλεντήσεις το ντουνιά,
παρά τις μέρες μοίρασες , μισές με μας
μισές μ’ αυτούς
να μην τους αδικήσεις.
ΙΙ
Μια ζωή βγάζει ,φορεί τα μαύρα.
Το’72 ο αδερφός της ο πικρός,
κι ανέσπα τα μαλλιά της.
Το ´99 ο Μίμης.
Μαύρο και το ’79, το’82 δίσεχτο,
δίσεχτο το ’90.
Εμείς το παρομοιάσαμε σαν το βουνό
στο χιόνι
όσο να λιώσει το παλιό
καινούργιο το πλακώνει-
πλέκει το μοιρολόι της
και τους ξεπροβοδίζει.
Τα δειλινά κουκίδα το μαντήλι της
πέρα στα κυπαρίσσια.
Να φέγγει το καντήλι τους
στον ξένο τόπο που πατούν
να μην παραπατήσουν.
Και το Ψυχοπαράσκευο
με ζυμωμένο πρόσφορο
τους πάει τα χαιρετίσματα
απ´ τον απάνω κόσμο.
ΙΙΙ
Με τον ξάδερφο του πατέρα σου που με ρωτάς
τι τρέχω,
άλλον δεν έχει στο χωριό.
Θα μείνει το καντήλι του σβηστό.
Να μην του πάει κανείς στον τάφο του ένα πιάτο στάρι;
Όταν αρραβωνιαστήκαμε θυμάμαι, την άλλη μέρα έτρεξε,
ήρθε με τον πατέρα σου
μ’ ένα κουτί γλυκά.
Ευχήθη, συνεχάρηκε.
Ένα κουτί γλυκά το ’59.
Ένας δίσκος στάρι το 2008.
Άνθρωπος προς άνθρωπο.
Και γω ήρθε η ώρα να πάρω πίσω το παιδικό παράπονο
που έτρεχα στην κουζίνα κι έβρισκα στάρι, αντί γλυκά,
και ασημιά κουφέτα.
Που σ´ έβλεπα στα μαύρα.
Ήρθε η ώρα να σου υποκλιθώ.
Όλη σου τη ζωή στάθηκες άνθρωπος προς άνθρωπο
νεκρό,
εσύ η μικροδέματη,
ίδια με κυπαρίσσι.
IV
Tώρα καλή μου μάννα
βρήκαμε χίλια φάρμακα
και λησμονάμε τους νεκρούς.
Στο σπίτι δεν τους παίρνουμε και δεν τους ξενυχτάμε.
Χάδι δεν έχουμε για αυτούς
και λιγυρό τραγούδι.
Τους φέρνουν κατασκέπαστους
σε μια φωτογραφία τους
τους αποχαιρετάμε.
Διηγήματα
Διηγήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου