Στον Γιώργο Γουναρόπουλο
Ώ οι μαστοί της νεότητος
Ώ τα πελιδνά νερά των συκοφάγων
Τα καλντιρίμια αντηχούν από τα βήματα των πρωινών ανθρώπων
Άλσος αλκής με τ’ άλικα δέντρα σου
Η νεότης διαισθάνεται τη σημασία σου
Αναθρώσκει ήδη στας παρυφάς σου
Θύσανοι πουπουλένιοι σκιρτούν ανάμεσα στα στήθη των νεανίδων
Που περπατούν ημίγυμνες μέσ’ στα δρομάκια σου
Η κόμη τους είναι ωραιότερη από του Αβεσαλώμ
Το κεχριμπάρι στάζει ανάμεσα στους βοστρύχους
Και οι μελαχρινές κρατούνε φύλλα εβένου
Τα βήματα τους τα οσφραίνονται κουνάβια
Το δάσος συγκινείται
Τα δάσος είναι μυρμηκιά με λεγεώνες λογχοφόρων
Εδώ και οι κορυδαλλοί γυμνώνονται απ’ τις σκιές τους
Οι τροχιόδρομοι δεν ακούγονται
Η ημέρα αναστενάζει
Μια κόρη της πολύ μικρή παίζει με τους μαστούς της
Κανένας κόλαφος δεν ισχύει
Μόνο μια έλαφος περνά κρατώντας μέσ’ στο στόμα της
Τα τρία κεράσια που βρήκε ανάμεσα στα στήθη της νεότητος
Το βράδυ εδώ είναι θερμό
Τα δέντρα περιτυλίσσονται στη σιγαλιά τους
Βράχοι σιγής πέφτουν αργά και που μέσα στο ξέφωτο
Όπως το φως πριν γίνει μέρα.
Ενδοχώρα, Αθήνα, εκδ. ‘Aγρα, 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου