Παίρνουμε κολατσιό… βρεγμένη γη
κοιμητηρίου ευωδιάζει αγαπημένο αίμα.
Χειμωνιάτικη πολιτεία… Το δαγκωτό πέρασμα
μιας άμαξας που μοιάζει σαν να σέρνει
μια συγκίνηση πείνας αλυσοδεμένη.
Θα ΄θελε κανείς να χτυπήσει όλες τις πόρτες,
και να ζητήσει κι εγώ δεν ξέρω ποιον˙ κι ύστερα
να πάει στους φτωχούς και κλαίγοντας βουβά
να δώσει κομματάκια φρέσκο ψωμί σε όλους.
Να διαγουμίσει των πλουσίων τ΄ αμπέλια
με τα δυο άγια χέρια
που σε μιαν αστραπή φωτός
φύγανε αρπάζοντας καρφιά από το Σταυρό!
Πρωινό βλέφαρο, μην ανοίγεται!
Δος ημίν τον άρτον ημών τον επιούσιον,
Κύριε!...
Όλα τα κόκαλά μου είναι ξένα˙
ίσως τα έχω κλεμμένα!
Μπορεί να πήρα κάτι
που ανήκε σε άλλον˙
και σκέφτομαι πως αν δεν είχα γεννηθεί,
άλλος φτωχός θα έπινε τούτο τον καφέ!
Είμαι ένας άθλιος κλέφτης… Που θα καταντήσω!
Κι αυτή την κρύα ώρα που η γη
αποπνέει σκόνη ανθρώπινη κι είναι τόσο θλιμμένη,
θα ΄θελα να χτυπήσω όλες τις πόρτες
και να ζητήσω ούτε κι εγώ ξέρω σε ποιον, συγγνώμη,
και να του ψήσω κομματάκια ψωμί φρέσκο
εδώ, μέσα στο φούρνο της καρδιάς μου!...
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου