ιε’
στον πατέρα μου
Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
(Παναγιώτης Νικολαΐδης, από το συνθετικό ποίημα Η νύφη του Ιούλη, εκδ. Σμίλη, 2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου