Μου μιλάνε. Τί πράγμα αλλόκοτο η φωνή τους!
Πλανάται πάνω απ' τις κορφές των δέντρων,
Θλιμμένο κι άλικο σαν ήχος από κέρας.
Σιμώνω εκεί όπου φαντάζομαι ότι υψώνεται,
Τα καταφέρνω ενίοτε ως κάποια σταυροδρόμια,
Δυο μονοπάτια, τρία , σβησμένα από τα ξερά χόρτα,
Παίρνω το ένα· και συναντάω
Ένα παιδί που διασκεδάζει παίρνοντας
Μέσα στις χούφτες πέτρες πολλών χρωμάτων.
Με ακούει που πλησιάζω, σηκώνει επάνω μου
Τα μάτια του αλλά μετά γυρνάει από την άλλη.
Και τί πράγμα αλλόκοτο ορισμένες λέξεις,
Δίχως στόμα ούτε φωνή, δίχως καν πρόσωπο.
Τις απαντούμε στο σκοτάδι, παίρνουμε
Το χέρι τους μέσα στο χέρι μας, τις οδηγούμε
Αλλά είναι νύχτα παντού στον κόσμο.
Είναι σαν να'ναι οι λέξεις ένας λεπρός
Που το κουδούνι του ακούγεται
Απόμακρα μέσα στο βράδυ.
Το παλτό τους σφιγμένο
Γύρω απ' το σώμα του κόσμου
Μα από κάτω φεγγίζει
Λιγοστό φως.
Yves Bonnefoy (24/ 6/1923 – 1/7/2016)
Μετάφρ. : Μάρκος Καλεώδης
(Yves Bonnefoy, Ποιήματα, εκδ. Περισπωμένη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου