- Άκουσε, Ιλαρίωνα, λέει σκληρά, απαυδισμένος ο Σγουρός. Εγώ τα γράμματα και τις σοφίες σου τα γράφω στα παλιά μου τα τσαγγία. Όλα τούτα είναι δουλειές αχρείαστες, πράματα σιχαμένα, κατάλληλα για τους νοτάριους, τους κλέρηδες, τους καλογέρους κι άλλα τέτοια τιποτένια υποκείμενα που ροκανίζουν τις περγαμηνές όπως ο σκόρος τα σκουτία. Εγώ την αξία μου την έχω στο χέρι μου. Γερή γροθιά, γερό μπράτσο. Τόσο φτάνει! Χτυπώ κι ανοίγω δρόμο.
- Ώστε, κατά τη γνώμη σου δηλαδή, εμείς οι καλόγεροι είμαστε πρόσωπα αχρείαστα...
- Δεν είπα αχρείαστα, είπα τιποτένια! Ας έχεις ωστόσο χάρη, γιατί δε λέω για τους καλογέρους του είδους σου. Λέω για κείνους που κουρνιάζουν σε κελλιά ανήλιαγα και σκαλίζουν τα χειρόγραφα, ιστοράνε χρονικά και τα ρέστα. Εσύ αγαπάς το καλό κρασί, το καλό φαΐ. Είσαι άλλο σόϊ καλόγερος εσύ.
- Κι όμως, για να ξέρεις, θάρθει ένας καιρός που πιο πολύ θα λογαριάζονται αυτοί που θα ξέρουνε να φτιάνουν στρογγυλά κι ωραία γράμματα, από κείνους που θ' ανοίγουνε, καταπώς το λες, το δρόμο τους με το σπαθί τους.
- Άμποτε να μη ζω στη γυναίκεια εκείνην εποχή. Η πλάση θα κατοικιέται τότε από μουνουχισμένες ψείρες.
Άγγελος Τερζάκης, Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου