Η πολιτεία κατάφωτη κάτω απ’ το βραδινό ουρανό της·
ψηλά, αναβοσβήνουν ανεξήγητα δυό κατακόκκινα φώτα·
τα παράθυρα, η γέφυρα, δρόμοι, τα ταξί, τα λεωφορεία.
«Είχα κι εγώ ένα ποδήλατο», είπε· «ονειρευόμουνα», είπε.
Η γυναίκα στην κάμαρα κοίταζε αλλού· δε μίλησε διόλου·
το φόρεμά της δεξιά ήταν ξηλωμένο· αν σηκωνόταν
θα φαινόταν πως έγερνε ο ώμος της. Όσο για τ’ άλλα –
αυτά δε λέγονται –είπε·– τα κρύβεις σαν τα σπασμένα ποτήρια·
όταν περνάει ο σκουπιδιάρης, τα κατεβάζεις μόνος
με μια ένοχη προθυμία, πρωί πρωί, τα ωραία ποτήρια
τυλιγμένα σε παλιές εφημερίδες, και με το φόβο πάντα
μήπως χτυπήσουν στα κάγκελα της σκάλας, – γιατί ηχούν ακόμη
μ’ έναν ήχο βαθύ, διεισδυτικό – κείνον τον άθραυστο ήχο
σαν συνεννοημένον με τα τζάμια, με τον αέρα, με τους τοίχους.
Μετά ανεβαίνει κατάκοπος ο τυφλός μουσικός· αποθέτει
τη θήκη του βιολιού του στην καρέκλα· την ανοίγει· εκεί μέσα
είναι τα δύο από τα τρία ποτήρια, απαστράπτοντα, ακέρια.
Αθήνα, 21.ΙV.72
Από την ποιητική συλλογή «Υπόκωφα» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. ΙΑ΄, Κέδρος Αθήνα 1993, σελ. 27.
Αναδημοσίευση από: https://alonakitispoiisis.blogspot.com/2011/06/blog-post_7213.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου