Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω
Όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια
Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού
Ύστερα λέμε –έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό
όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ
να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
–μες στο χέρι σου
μάζευε τη φλόγα μην
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα
χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα
τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί
το διστακτικό δειλό σου χέρι
–μήπως σε κάψει μια ψυχή
που – προσωρινά – αποσύρεται
Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα –ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι πιτσιλίστηκε
λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος –και έφταιγα εγώ
Παναγιώτης Ιωαννίδης
Το σωσίβιο, Καστανιώτης, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου