Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Milan Kundera-Μονόλογοι

 

Το νά'σαι ποιητής σημαίνει
να τραβάς ως το τέλος

Ως το τέλος της αμφιβολίας
ως το τέλος της ελπίδας
ως το τέλος του πάθους
ως το τέλος της απελπισίας

Για πρώτη φορά κατόπι
προσπάθησε ν' αθροίσεις
Πιο μπροστά όχι Μην το τολμήσεις

Γιατί μπορεί να συμβεί
η σούμα της ζωής
να σου βγει τρομερά λειψή
και σαν παιδί αιώνια να στριφογυρίζεις
μόνο μες στην απλή προπαίδεια

Το νά'σαι ποιητής σημαίνει
να τραβάς πάντα ως το τέλος


-------------------------------------------------------------


ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΟΜΟΡΦΗ



Γιατί 'σαι τόσο όμορφη;
Μην είσαι τόσο όμορφη!
Θέλω να ήσουν από σάρκα,
όχι από φως του ήλιου!
Γιατί είσαι τόσο όμορφη;
Αν είχες τουλάχιστον φακίδες
για να μπορώ να τις μετρώ αιώνια στο πρόσωπό σου!
Αν αλληθώριζες τουλάχιστον λιγάκι!
Όλη μου τη ζωή γονατιστός
θα προσπαθούσα να πάρω με το μέρος μου
αυτό το αλλήθωρό σου μάτι.
Αλλά εσύ είσαι όμορφη!
Ναι, ήρθες κατευθείαν
μεσ'από τη λάμψη του ήλιου!
Εγώ όμως δεν μπορώ να ζω συνεχώς
κάτω απ'αυτό το φως!
Δεν μπορώ να ζω συνέχεια σα νά'μαι πάνω στη σκηνή!
Να φαίνονται όλα μου!
Κάθε ασκήμια μου
κάθε μου σκόνταμμα!
Δεν μπορώ να ζω συνέχεια κάτω από προβολείς!
Κατάλαβέ το.
Μην κλαις.
Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου.
Είσαι πάρα πολύ όμορφη.

---------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΑΛΙΟ
ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
(μιλάει άντρας)



Λες πως ζηλεύω τρελά;
Πως αυτό δεν είναι τίποτα,
πως κάποιο μόνο επιπόλαιο χάδι;
Φίλημα που σβήνει
ακόμα πριν αστράψει;
Πρέπει λοιπόν να σου πω κάτι που δεν ξέρεις:
Ένα και μόνο σάλιο στα μαλλιά της Αφροδίτης
μεταμορφώνει αυτό το άγαλμα της θεάς
σε απλό κομμάτι βάθρου
που στηρίζει αυτό το σάλιο.


----------------------------------------------------------------------

Ήθελα να φύγω από 'δω
να πάω κάπου αλλού.
Κάπου που δεν υπάρχουν όμορφες γυναίκες
και πνευματώδεις άντρες, ήθελα να πάω κάπου
που υπάρχουν μόνο συνηθισμένοι άνθρωποι.

Έλα. Θά'ναι εκεί οι κρεμαστές κούνιες
κι ο πάγκος με ρόζους μεγάλους σα μάτια
ενός πιστού σκυλιού.
Το γεροντάκι θα μας γεμίσει με γάλα
τα δυο κύπελλα
κι ήσυχη, ειρηνική σαν φωτοστέφανος
κουβέντα θα καθίσει στα μέτωπα ολονών.

Εκεί κανείς δε θα κοιτά
τι πόδια έχω και τι στήθος,
εκεί οι άνθρωποι αναγνωρίζονται μόνο
απ'τη γαλάζια τους φωνή,
γιατί η φωνή είναι γαλάζια
όταν οι άνθρωποι είναι απλοί,
εντελώς απλοί σαν παιδιά, σαν κατσικάκια
ή κουτάβια.

Έλα. Θά'ναι εκεί το ξύλινο γεφύρι
κι απ'το ρυάκι
το μακρύ ρεύμα του νερού, μακρύ και ανακουφιστικό,
γιατί'ναι ανακούφιση που το νερό όλο τρέχει,
που πλένει το γεφύρι, τις όχθες, τις πέτρες, τα πάντα,
και ήρεμα, χωρίς κλαψούρισμα.
Και θά'ναι εκεί και το απέραντο λιβάδι που μέσα του
σκορπώ
αυτό το βάρος στο στήθος που δεν ήξερα
τί να το κάνω,
κι έγινα ύστερα κακιά, όταν άρχισαν να λένε,
πως εκδικιέμαι
γιατί γερνάω πια και δεν είμαι όμορφη.

Έλα. Θά'ναι εκεί ο μικρός σταθμός με πρασινάδα
στα κασονάκια
κι ο γέρος σταθμάρχης που φυσά
μια παιδική τρουμπέτα,
και στα μάκρη το μικρό τρενάκι όμοιο
με καρδιά που τρέχει πάνω στις ράγες.
Κι αστέρια, αγάπη μου, αστέρια δε θα δεις εκεί
καθόλου,
αντί γι'αστέρια θα υπάρχουν περιστέρια,
γιατί εσύ έλεγες,
πως δεν αγαπάς τα αστέρια,
αυτές τις κρύες πέτρες μες στο κενό,
αλλά πως αγαπάς τα περιστέρια κι εγώ θέλω
νά'ρθεις εκεί μαζί μου,
τουλάχιστον νά'ρθεις εκεί μαζί μου,
αφού μαζί μου ποτέ δεν πήγες πουθενά.

Έλα.




----------------------------------------------------------------------


ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟ ΓΙΑΝΝΟ
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΕ...



Στέκει ο Γιάννος στο ρυάκι, οχ τι συμφορά,
πλένει χέρια ματωμένα, Χριστέ και Παναγιά!...
...Δεν ήταν περιστεράκι, οχ τι συμφορά!
μον ήταν κοπελίτσα, Χριστέ και Παναγιά!...


Απο μοραβική λαϊκή μπαλάντα



«Τι έκανες, Γιαννάκη, τι έκανες
και μάτωσες τα χέρια σου;»

«Το πουλάκι σκότωσα
που πήγε να μου φύγει.
Τι να το κάνεις τέτοιο πουλί;»

«Εχ, Γιαννάκη, γιατί σκότωσες
το πουλί που πήγε να πετάξει;»

«Κάθε στιγμή στη φούχτα μου
με φόβο το κρατούσα
να μη μου πεθάνει, να μη μου πεθάνει
παρακαλούσα

Η αγάπη περνάει ή παλιώνει,
δεν έχει η αγάπη γιατρειά.
Γι'αυτό και κράτησα με το μαχαίρι
αυτό πού'θελε να πετάξει μακριά.»

«Και συ, Γιαννάκη, ο ίδιος
εσύ δε θα πετάξεις μακριά;»

«Κι εγώ θα πετάξω, κι εγώ θα εξαφανιστώ.
Μόνο ο θάνατος, όπως βλέπεις, ο θάνατος
μόνο αυτός μένει για πάντα.»

«Αυτός δεν πετάει μακριά;»

«Όχι.»

«Γι'αυτό, Γιαννάκη,
γιατί'μαι τόσο καλή,
σου εύχομαι θάνατο.

Σαν ανταμώσω τους χωροφυλάκους
που θά'ρθουν να σε πιάσουν,
θα τους πω: Άγγελοι

σας περιμένει
με χέρια περιμένει
με χέρια αδειανά.

Κι αυτοί θα πουν: Κοριτσάκι,
αν μας περιμένει
είναι κιόλας φευγάτος.

Κι εγώ θα τους πω:
Πού νά'χει φύγει;
ποιός δραπετεύει απ'τη φυγή του;

Με ποιά πόδια
ξεφεύγει
τα πόδια του;»





-----------------------------------------------------------------------------------

ΠΑΓΙΔΑ



Το βράδυ δίπλα στη γυναίκα του ξαπλώνει
κι έχει την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει πλανερό.
Κι όμως όλα τα ξεχνάει, όλα τα επουλώνει
και πέφτει απάνω της σαν μέσα σε νερό.
Μες στο νερό ύστερα γλιστράει παρακάτω
να φτάσει λες και θέλει ως τον πάτο.
Όλα τα ξεχνάει, όλα τα πετάει εκεί
και δεν αργεί να αποκοιμηθεί.

Όταν κατόπι το πρωί ξυπνάει σαστισμένα,
βλέπει τον κίτρινο ήλιο λεκιασμένο,
τα παπούτσια κάτω απ'το κρεβάτι πεταμένα,
το σουτιέν στην καρέκλα κρεμασμένο
και δίπλα του μια μάζα κρέας
με πετσί γεμάτο πόρους γερασμένο,
τη γυναίκα του, άμορφη να κοιμάται,
μετεωρίτης που μια μέρα πριν από καιρό,
από το άγνωστο έπεσε στο δικό του πεπρωμένο
και σ'όλη του πια τη ζωή, τι τρομερό,
θα πέφτει και θα πέφτει στο κενό.

Σηκώνεται, ντύνεται μάνι μάνι
γρήγορα και σιωπηλά σαν κλέφτης,
τη γυναίκα του μην την ξυπνήσει που κοιμάται,
απ'το υγρό της το φιλί φοβάται.
Κλειδώνει την πόρτα και τρέχει έξω στο δρόμο,
τρέχει σαν να τον κυνηγούνε φίδια,
τρέχει να ξεκόψει από κάποιον τρόμο.
Χτυπάει κάρτα, βεστιάριο, γραφείο, τα ίδια,
σούπα, συνεδρίαση, το χρόνο του να δίνει
και πάλι πίσω: Γραφείο, φάκελοι, σκουπίδια
και το βράδυ το σκοτάδι μόνο τη μέρα κλείνει.

Κι ύστερα τρέχει πάλι κάτω στο δρόμο,
μακριά απ'το γραφείο του, μακριά και πάει,
έχει στο μέτωπο ιδρώτα και στα μάτια τρόμο,
φτάνει στο σπίτι του, στο ρετιρέ περνάει
κι είναι σαν να τον κυνηγούν ακόμα φίδια.
Εκεί μες στη γυναίκα του αρχίζει να ξεχνάει
τη ζωή, τον κόσμο -- τη γυναίκα του την ίδια.

Μετάφραση: Αντρέας Τσάκαλης
Πηγή:https://xn--qxaek7au.gr/forum/index.php?threads/%CE%9C%CE%AF%CE%BB%CE%B1%CE%BD-%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CE%B9.8150/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Luis Cernuda - Η φύση

Του άρεσε του παιδιού να παρακολουθεί υπομονετικά, μέρα τη μέρα, το αφανές βλάστημα των φυτών και των λουλουδιών τους. Η εμφάνιση ενός φύλλο...