ΔΕΝ ΩΦΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙΣ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται·
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.
ΔΙΑΖΥΓΙΟ
Τα βγάλαν όλα στο σφυρί:
τα έπιπλα, τα κάδρα, τα χαλιά.
Είπαν να μην αφήσουν τίποτα που να θυμίζει
τα είκοσι χρόνια που έζησαν μαζί
κάτω από την ίδια στέγη.
Απόφαση πικρή, απεγνωσμένη
−παρά τον κάποιο ηρωισμό−, προσπάθεια
εκ των προτέρων καταδικασμένη, μια και γνώριζαν
ότι στο τέλος
θα κέρδιζε η μνήμη, εκείνη θα πλειοδοτούσε.
ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Σαν τα πουλιά που αναζητούν μια πλώρη καραβιού
για να κουρνιάσουν,
χαμένα μεσοπέλαγα, με κόντρα καιρό, χωρίς ελπίδες ξηράς,
ψάχνω να βρω ένα κορμί να ξαποστάσω,
μιαν αγκαλιά, για να ζεστάνω τη γύμνια μου.
S/S DESERTED SEA
Κατάμονο μια ολόκληρη ζωή να παραδέρνεις
σε λιμάνια, σε πέλαγα, σ’ ακρογιαλιές −τοπία της μνήμης−
ταξιδεύοντας με νηολόγιο άγνωστης, ανύπαρκτης χώρας,
με ξένη σημαία,
με όνομα μισοσβησμένο από τ’ αλάτι και τη σκουριά.
Και να μη θυμάσαι τους πλοίαρχους που γέρασαν στη γέφυρά σου,
τα κορμιά των ναυκλήρων σου, στιγματισμένα με φιγούρες ονείρων,
τη σπατάλη του πάθους σου στις άγονες γραμμές.
Κατάμονο μια ζωή να ταξιδεύεις,
και τα σκυλόψαρα, κοπάδι, να σ’ ακολουθούν,
να σκίζουν τη θάλασσα, να γυροφέρνουν, ν’ αγρυπνούν,
χτυπώντας μ’ ανυπομονησία τα φτερά τους στην πλώρη σου,
περιμένοντας, ώρα με την ώρα, το σήμα κινδύνου.
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Πίσω από το παράθυρο το ίδιο πάντα δέντρο.
Κάποτε ξεμπλέκαμε τους χαρταετούς μας
από τους κλώνους του.
Αργότερα χαράζαμε στον κορμό του
το αλφαβητάριο των ενθουσιασμών.
Τώρα
ξεκουραζόμαστε στη ρίζα του.
(Ημερολόγιο, 1963)
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΗΠΟΣ
Μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος.
Στερεύει το φως στις γυμνές αποβάθρες. Μ’ ασβέστη
σκεπάζουν τα δάκρυα. Σεντόνι λευκό χειρουργείου
σκεπάζει τ’ ανήσυχα χέρια.
Μικραίνει ο κόσμος μα εσύ, ματωμένη καρδιά μου, πολύκαρπο ρόδι,
και πάλι μαζί μου με πας ταξιδιώτη για ναυάγιο και πάλι
και πάλι σκιρτάς σαν πουλί μες στο χιόνι, σαν ελπίδα αιχμαλώτου.
ΠΟΜΠΗΙΑ 1979
Πέρασε επάνω μου η λάβα σου. Έγινε
πέτρωμα η φωτιά. Άδικα προσπαθούν οι ελιές
να πιάσουν ρίζες.
Τίναγμα της καταστροφής. Στιγμή τού θάμπους
και του ολέθρου. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα
σε θυμάμαι.
Όμορφος σαν τα ερείπια. Έρχονται πολλοί
και μ’ επισκέπτονται. Κανένας δε μένει
μαζί μας τη νύχτα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Όλες αυτές οι ασκήσεις, οι κλίμακες
της μοναξιάς μ’ έχουν κουράσει
για να πάρουν φωνή οι ακαθόριστοι ήχοι,
μορφή οι χαμένες σκιές,
να πάει ψηλά, να χορέψει τρελά, το στοιχειό
που κοιμάται.
Αγρίμια τ’ ουρανού και του λόγγου, ξέφρενες κραυγές
της σάρκας και της απώλειας, φωτιά
που καίγοντας φλέγεσαι,
πάρτε με κοντά σας.
ΤΟ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ
Όμορφη σα μανταρίνι.
Ξεφλουδίζοντας τον καρπό σου
μ’ άρπαξε τ’ άρωμα
πριν απ’ τη γεύση!
(Από τα «Εργόχειρα»: Ποιήματα, 1983).
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Και πάλι μόνος στο ίδιο γραφείο. Έτοιμος ν’ ακούσω
Τη διαταγή στα μεγάφωνα. Το κουδούνι του Στρατηγού.
Βρέχει ερημιά στις Βρυξέλλες. Ιδρωμένα τα τζάμια
Απ’ τις έμπυρες νύχτες μου και το ψύχος του δρόμου.
Θέλω απέναντι να διαβώ, μα το κανάλι βαθύ
Κι εσύ, νιόκοπη βάρκα, φοβάσαι να περάσεις,
Μη πάρουν φωτιά τα μαλλιά σου, μη λιώσουν τα ρούχα σου,
και μείνεις γυμνή σαν το δέντρο
Που μάγεψαν οι αστραπές και φλέγεται
Για το αψύ μπαχάρι.
(«Χρυσάνθεμα»: Ποιήματα-Β΄, 1997)
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.
Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2017/12/2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου