Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Τάσος Κόρφης-Ποιήματα


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Ποιος άραγε ξέρει

.
Δεν μπόρεσα να διατηρήσω τη μορφή σου
έτσι όπως στάθηκε για μια στιγμή στα μάτια μου
κι ύστερα χάθηκε, γίνηκε χίλιες μικρές υποσχέσεις,
δάκρυα της άνοιξης και θρήνοι της βαρυχειμωνιάς.
Μπορεί να ήσουν μια πολιτεία,
ένα σπίτι ολομόναχο, μια πυρκαγιά,
τα βήματα ενός αλήτη στο δρόμο, η βροχή...
Μπορεί να ήσουν και μια γυναίκα,
μια συγκεκριμένη γυναίκα
που πέρασε γεμίζοντας μια χειμωνιάτικη νύχτα.

=============================

Ο τόπος είναι δικός μου

.
Αφήστε με, υπάρχει τόση ομορφιά εδώ.
Η σκλαβωμένη άνοιξη στα σώματα των κοριτσιών,
το αηδόνι, η μέθη του μεσαύγουστου, τα χείλη που διψούν,
εσύ, γυναίκα του άλλοτε που υπάρχεις,
που είσαι δική μου, κάτι απ' το ψωμί που μ' έθρεψε,
απ' το νερό και τον αγέρα.

=============================


ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Παράλογες προφυλάξεις

.
Η μπόρα του εφετινού Σεπτέμβρη
με βρήκε κατάμονο στο σπίτι.
Φυσικά προσπάθησα να προφυλαχτώ,
να κλείσω τα παράθυρα και τις πόρτες.
Το σπίτι όμως είναι παλιό, με χαλασμένα κεραμίδια,
γκρεμισμένους τοίχους, χαραμάδες
στα πατώματα και τη σκεπή.

=============================

Ο κήπος


Ο κήπος θα πρέπει να ευθετηθεί:
Πολλά τα δέντρα, οι θάμνοι,
τα έρποντα φύλλα, τ' αναρριχητικά.
Θα πρέπει να προσληφθεί επειγόντως κηπουρός,
να χαραχθεί σχέδιο, πρόγραμμα εργασίας,
να γίνουν παρτέρια, λίμνες με χρυσόψαρα, σιντριβάνια.
Είναι τελείως απαράδεκτη μια τόσο άγρια βλάστηση πια.

=============================

ΑΙΓΑΙΟ, ΕΑΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ
Υδρα

.
Βήματα σε ρεμπέτικο σκοπό,
χέρια που κούρσεψαν τα μαργαριτάρια του βυθού,
πρόσωπα χαραγμένα στους νότιους βράχους της Υδρας.
Πότε και μείς θ' απλώσουμε τα δίχτυα μας
για θαλασσοπούλια,
πότε θα βάλουμε προσάναμμα τα νιάτα μας
στην κακαβιά των πόθων,
πότε θα ορτσάρουμε και πάλι στο λεβάντε
εγκαταλείποντας τις άγκυρες και τις αγάπες μας;

=============================


Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά

.
Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ο,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται˙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

=============================

Τα έπιπλα των ξενοδοχείων

.
Τα έπιπλα των ξενοδοχείων με τρομάζουν
έτσι όπως δέχονται, όπως υπομένουν τη μοναξιά.
Αλλάζουν πρόθυμα σεντόνια τα κρεβάτια,
δε νοιάζονται για τα κορμιά,
για τον ιδρώτα, τις κραυγές, τα δάκρυα των περαστικών.
Και τα συρτάρια που ίσως, κάποτε, ποθούσαν
άνθη γαζίας ή κλώνους γιασεμιών,
δεν υποφέρουν μένοντας άδεια, χρόνια ολόκληρα,
δε νοσταλγούν τη δροσερή αφή των ασπρορούχων.

=============================

ΜΝΗΜΕΣ ΠΛΟΙΩΝ
S/S Terrified Return


.
Δεν ξέρω αν φταίνε τα μάτια μου
ή αν έχουν μεταβληθεί τα λιμάνια,
αν κάθε τι καινούριο κρύβει κι ένα χωρισμό,
ή μόνο τα μάτια γερνούν, όλο και πιο πολύ ησυχάζουν,
ο χρόνος καταπιεστικά μας περιφράσσει στα χαρακώματα.
Κι όλο ζητάω να βρω καινούριες προβλήτες,
καινούρια περίπτερα, τόπους καινούριους,
άλλους ορίζοντες, ξένα φανάρια,
γιατί φοβάμαι, τρομάζω την κάθε επιστροφή,
δεν αντέχω την επαιτεία σε χώρους που τόσο αγάπησα.

=============================


ΙΙΙ
Τα καφενεία

.
Τα καφενεία συγκεντρώνουν,
προφυλάσσουν απ' τις ενέδρες της μοναχικής ζωής,
προσφέρουν ζεστή καταφυγή στις άδειες ώρες.
Με πικέτο ή τάβλι τα κορμιά πλησιάζουν
και τα χέρια θερμαίνονται.
Η βάρδια περνάει πιο εύκολα με τις διπλοσκοπιές.
Δε νοσταλγώ αυτή τη συντροφιά.
Δεν υποφέρω καμιάν ασφάλεια.
Κανένα παραμύθι δεν μπορεί
να με απαλλάξει απ' το πάθος της αγρύπνιας.
Πρέπει να επιμείνω όσο μπορώ.

=============================

Μια τυχερή μέρα

.
Τη συνάντησα στο μετρό.
Απέριττη κι όμως μπορούσες αμέσως να την ξεχωρίσεις
με μια νύχτα στα μάτια, ένα φαράγγι για πρόσωπο
και μια λιωμένη λαμπάδα για κορμί.
Περάσαμε μια μέρα μαζί
κοιτάζοντας την απέραντη θάλασσα...

=============================


IV
Ο δύτης

.
Αφησέ με, λοιπόν, να σύρω το σκοινί
και να βγω στην επιφάνεια, απ' το βυθό που,
χρόνια τώρα, τριγυρίζω
αναζητώντας, ανάσα στις φυλλωσιές των κοραλλιών,
στον άφωνο τρόμο των ψαριών,
ανάμεσα στις αιχμές των βράχων
και στα κουφάρια των βουλιαγμένων πλοίων,
μια φωλιά για ν' αφήσω τ' αυγά μου και να ησυχάσω.
Πόσο πολύ νοστάλγησα έν' ανθρώπινο χέρι,
να με τραβήξει από εδώ και να με φέρει κοντά του,
να με ξαπλώσει στην κουπαστή, να μου δείξει τ' αστέρια,
να με ζεστάνει με την αφή του.

=============================


ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ
Η γραφή

.
Βιαστικά, λίγο πριν φύγει,
μου 'δωσε να διαβάσω τα ποιήματά της,
γραμμένα σε τιμολόγια του μαγαζιού που δούλευε,
άτακτα σαν τα τσουλούφια που 'βγαιναν απ' το μπερέ της.
Δεν μπόρεσα πολλά να καταλάβω από το κείμενο,
η γραφή, μ' ένα μενεξεδί μελάνι αλλόκοτο,
ολόκληρο με ρούφηξε.

=============================


Υστεροφημία

.
Οταν υποχωρήσουμε πια κάτω
από τον καταιγισμό του πυρός
και τα μάτια μας τυφλωθούν από τα μάκρη της ηρεμίας
και δεν υπάρχει πια ο πυρετός,
το γυμνό αγκάθι δε μας ενοχλεί
κι η σκέψη μας σταματήσει να μας οδηγεί
σε αδιέξοδες κατευθύνσεις,
τότε τα πράγματα που αγγίξαμε θα μας θυμούνται.
Θα υπάρχουν εκεί, στους δρόμους,
στα λιμάνια και στα καπηλειά
φορτωμένα ακριβές πραμάτειες: αισθήματα και αισθήσεις,
νοσταλγώντας τις συνουσίες τους με τη μοναξιά μας,
τη γυμνή κόψη που λουλούδισε το στέρνο τους.

=============================

ΠΑΙΔΙΕΣ

.
Η μέλισσα
Γιατί να φοβηθείς τόσο πολύ μέλισσα
Και να με τσιμπήσεις
Την ώρα που έψαχνα στη λόχμη για νάρκισσους;
Γιατί να με πονέσεις τόσο και να πεθάνεις;

=============================


ΠΑΥΣΙΛΥΠΑ
ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΣΟΝΕΤΑ

Οι γέροι ποιητές
Στον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη

.
Ο,τι κι αν γράφεις, φίλε μου Βαρβέρη,
για τον ποιητών τα γηρατειά: πληγή,
βαθιά πληγή από φρικτό μαχαίρι,
δεν πρέπει να 'χει πίκρα κι ούτε οργή.
Οι ποιητές ποτέ δεν φτάνουν γέροι.
Θνήσκοντες κάθε μέρα έχουνε βγει
πέρα απ' του πόνου τα δεσμά,
απ' το χέρι του χρόνου, σε μια γόνιμη σιγή.
Κι αν άρρωστοι μονάζουν σ' άδειες σκήτες,
περήφανοι κι αλύγιστοι προφήτες κόσμου τυφλού,
τη μοναξιά τους αν καλά προσέξεις
θα δεις πως συντροφιά έχουνε τις λέξεις που τους μιλούν.

=============================



Επάνω σε δυο στίχους του Μπωντλαίρ
Nous aurons des lits pleins d odeurs légères,
Des divans profonds comme des tombeaux.
Ch. Baudelaire - La mort des amants

.
Και μοιάζουνε με τάφους τα κρεβάτια,
του πόθου οι λέξεις με κραυγές χαμού.
Σκιές νεκρών ριγούν στα μονοπάτια του ερωτισμού.
Κι εσύ που μ' έκπληκτα κι έντρομα μάτια
βλέπεις τ' άμετρο βάθος του γκρεμού,
καλπάζεις πίσω από τα ξέφρενα άτια του αφανισμού.
Κι ό,τι ακουμπήσεις φλόγα σε καμίνι
κι ό,τι σφιχτά αγκαλιάσεις στο κορμί
άνεμος που όλα τα σημάδια σβήνει.
Καλότυχη, του χάρου αγαπημένη,
λουλούδι που κυλάει η νεροσυρμή
σ' ένα γιαλό που αγγέλους περιμένει.

=============================


ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΪΚΟΥ

.
Σκληρή, αβάστακτη
όψη. Μάτι στραμμένο
στα περασμένα.
*
Φοβισμένε ασβέ,
η νύχτα ανοίγει δρόμους,
θα δραπετεύσεις!
*
Στα λασπονέρια
της στραγγισμένης λίμνης
έντομα βουίζουν.
...
’γουρη κόρη,
μην πατάς στο διάβα σου
ώριμα στάχια.
*
Ω, δες το θαύμα:
Πουλιά, λουλούδια, ψάρια,
γίνανε λέξεις!
*
Ω, σε θυμάμαι,
σκιά παιδικού χεριού
σ' άσπρα λουλούδια.

=============================

153 GRAFFITI

.
Εκεί που γιόρταζε η φωτιά, τώρα απομένει στάχτη.
*
Ακαμπτη νύχτα μάθε με πώς να πεθαίνω μόνος.
*
Χειμώνιασα στη μοναξιά. Τυφλώνει τ' άσπρο χιόνι.
*
Εκλεισες τα ματόκλαδα να δεις τους μέσα κήπους.
*
Περνούν τα χρόνια και ξεχνώ τις λέξεις. Πώς να γράψω;

=============================

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ
ΕΓΚΩΜΙΑ
Των γυναικών των μετόπισθεν

.
Εσείς να ξεκινήσετε, περήφανος στρατός, για την Ελένη,
-ή όποιαν άλλη-,
Μεγάλα γαρ πρήγματα μεγάλοισι κινδύνοισιν
εθέλει και αιρέεσθαι,
Κι εμείς οι ετερόφρονες, θα μείνουμε πίσω με τις γυναίκες,
Στα πλίθινα, χαμηλοτάβανα σπίτια,
με τους περίφρακτους κήπους,
Ωδικά πουλιά σε φιλόξενες λόχμες.
Μας φροντίζουν πολύ. Εύπλαστα, φιδίσια κορμιά
τυλίγονται γύρω μας και μας ζεσταίνουν τη νύχτα
Σκάβουν πηγάδια για να πνίξουν τον άνεμο,
Ανάβουν φωτιές για να διώξουν τους ίσκιους,
Και μας κοιμίζουν στα ρόδινα στήθη τους,
που ανασαίνουν την αψιάν αρμύρα της θάλασσας.
Δεν υπάρχουν δόκανα εδώ, ούτε φόβος,
Μονάχα μια πυρρή ξεγνοιασιά
από ερυθρόξανθα σταφύλια,
που κάθε ρόγα τους είναι ένα αχόρταγο στόμα
και κάθε φύλλο τους σκιάζει ασφαλείς κρύπτες.
Κρυφές φωλιές ηδονής
που ευφραίνουν τις περίλυπες σκέψεις
Για τη ζωή και το θάνατο.

=============================


Του αρώματος μιας γυναίκας

.
Αρωμα γυναίκας, που, για μια στιγμή,
διέκοψες τη μοναχική μου προσήλωση
στα φαντάσματα του παρελθόντος,
γεμίζοντας με κρουνούς ηδονής
την άδεια στέρνα της ζωής μου, εσύ όσφρηση-μαχαίρι
που αιφνίδια εισχώρησες στη νεκρή γη
ζητώντας μια φλέβα για να φουντώσεις πυροτεχνήματα,
εσύ λέξη-κλειδί λησμονημένης επωδού από αρχαίο παιάνα
Πέρασες και χάθηκες μέσα στο πλήθος.
Ερχονται στιγμές που σε θυμάμαι,
όταν πλάνης για πλάνες γυρίζω
Σε δρόμους που άλλαξαν κατεύθυνση
κι ερήμωσαν τα σπίτια τους,
Και γίνεσαι ένα μαζί μου, σκέπαστρο καταφυγής,
Αχός μουσικής σε άγρια νύχτα βιασμών,
Αστέρι που πέφτει σε άδειες παλάμες,
Ριπή σκοπευτηρίου σε διάτρητο στόχο,
Θαμπόφεγγη ελπίδα ρημαγμένης ζωής.

=============================

Μιας ακούσιας υποχώρησης
.
Τελείωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Για λίγο ας καθίσω.
Μέσα στην ένδεια του χώρου να ξεκουραστώ.
Η νύχτα στρατολογεί συντρόφους.
Οι ψίθυροι των περαστικών πληθαίνουν.
Κατάμονος πώς να σταθείς, πώς να υπομείνεις,
Ανυποχώρητος;
Το καφενείο γεμίζει κόσμο.
Η ανωνυμία σου κινδυνεύει.
Αγνωστα χέρια σου χτυπούν την πλάτη.
Θα πρέπει να ολισθήσεις προς το μαρτύριο,
στον όχλο να παραδοθείς.

=============================


Των φρουρών των βιβλίων
20ό Φεστιβάλ βιβλίου

.
Τι ελαφίνες περνούν από τον πάγκο μου,
Με μάτια προσηλωμένα στην εσωτερική τους παρόρμηση,
Τι αίλουροι, έτοιμοι ν' αρπάξουν
Τους πικρούς καρπούς της γνώσης, τι ύαινες
Που ανάμεσα στα φύλλα των βιβλίων, όπως σε λίμνη,
Καθρεφτίζουν την αγριάδα τους και τρομάζουν.
Πόσα θηράματα ξεφεύγουν τα δόκανά μου!
Γιατί εγώ, φρουρός του παρελθόντος και του παρόντος
Βρίσκομαι εδώ, για να συνθέσω
με τη βοήθεια των περαστικών
Το μέλλον, ατίθασο μελίσσι
Που, τριγυρνώντας από ανθό σε ανθό,
Ξεχνώ τον εαυτό μου, τη βασίλισσα και την κυψέλη
Για λίγη πραμάτεια εκλεκτή, για μια παράτολμη αίσθηση.

=============================


Των μοναχικών ποιητών

.
Κοσμική δεξίωση ποιητών
Και, βέβαια, η ποίηση δεν υπάρχει εδώ
Στα πολυτελή σαλόνια με τη λαϊκότροπη μουσική,
Στους επώνυμους, φουσκωμένους διάνους,
Στην κοσμική ηθοποιό, που με συγκινημένη, τάχα, φωνή
απαγγέλλει τα ονόματα των διάσημων ξένων ποιητών:
Ενός φίλου του Πωλ Ελυάρ, ενός μεταφραστή της Βίβλου
Κι εκείνου του παμπόνηρου Ναπολιτάνου
Με το ψαλιδισμένο μουστακάκι και τα πανούργα μάτια.
Καημένε Κέρουακ,
εσύ που ξέρεις πόσο μεγάλοι είναι οι δρόμοι,
που δεν οδηγούν πουθενά,
Κι ακροβατείς σε μια τροχισμένη λεπίδα μαχαιριού,
περιφρονώντας κάθε εξουσία
Για τη νύχτα, εσύ ερωμένε κι εραστή,
Κρίνο της θάλασσας, που ανοίγεις και πεθαίνεις
Την ίδια στιγμή, εφήμερο έντομο,
Οδήγησέ μας από τα μονοπάτια του θανάτου
Στην πραγματική ζωή.

=============================

Μιας γυναίκας σε κήπο

.
Σε περίφραχτο κήπο μπήκε η διψασμένη γυναίκα,
Να δροσίσει τους πόθους της στις πηγές των αρωμάτων
Και να ευφρανθεί το μέλι από τις κερήθρες
και το γάλα από τις αμνάδες.
Είδε τους υπέρους των ιβίσκων
να προβάλουν από ανοιχτά σκέλη,
Τα σαρκώδη στήθη του μοσχοκάρυδου,
τα φιλήδονα χείλη της γλαδιόλας,
τους σφιχτούς δαχτύλιους των υακίνθων,
τους αναίσχυντους φαλλούς και τους αγάπανθους.
Και ξάπλωσε κάτω από ένα βαθύσκιο δέντρο
περιμένοντας τ' αδηφάγα σμήνη των εντόμων
να εφορμήσουν στη γύρη της.

=============================

Της αγαπημένης/1

.
Πριν από σένα οι ατέλειωτες νύχτες των ηρεμιστικών
Η πλήμμη των παρορμήσεων και η ρηχία της τρέλας,
πριν από σένα, ο δολοφόνος ίσκιος
με την κοφτερή του σπάθη
έτοιμος να τελειώνει, μια και καλή,
απ' την αστεία αυτή υπόθεση.
Πριν από σένα τα σπασμένα αθύρματα
της παιδικής μου ηλικίας.
Τα χέρια σου, ω πόσο αγαπώ τα χέρια σου,
που απαλά με σήκωσαν από την γκρεμισμένη φωλιά
και μου 'φεραν νερό και ψωμί
και με στήριξαν στα πρώτα μου βήματα,
για να μπορώ να πετάξω,
και να φύγουμε πέρα από τα μαχαιρωμένα πάρκα
του φεγγαριού, μαζί, πάντα μαζί, στο άναρχο σύμπαν.

=============================


Μιας επισκέπτριας της Ρώμης
Της Νεφέλης

.
Ακόμα τ' άρωμά σου ευωδιάζει στο μαντίλι μου.
Μήνας και πλέον φευγάτη,
ανάμεσα στις ενέδρες των Βοργία
και τις αμφιβολίες του Μωυσή,
Στις κυράτσες του Ντονάυ
και τα εύκρατα Παιδιά του Παζολίνι,
λιπόσαρκη, όλο μάτια, σαν μια σκιά
που μεγαλώνει τη σκιά μου στον τοίχο,
και θέλει να σπάσει την οροφή,
αναζητώντας τη διάλυσή της.
Ακόμα τ' άρωμά σου ευωδιάζει στο μαντίλι μου.
Περίπατοι σε γεωμετρικές αλέες
μ' αγάλματα αγνώστων ηρώων κι ανόητα παγώνια,
Με βέβηλα, ρωμαϊκά ερείπια ή τάφους Ετρούσκων,
κρύπτες του κάλλους, παράφορη για την εναλλαγή,
χωρίς να ενδίδεις στο άγρυπνο μάτι του φύλακα,
αχόρταγο έντομο, που τριγυρνάς στους μαύρους κρίνους
και τα λευκά κυπαρίσσια,
Ανθολογώντας κι εγκαταλείποντας.
Ακόμα τ' άρωμά σου ευωδιάζει στο μαντίλι μου.
Αραγε θα συναντήσεις εκεί,
στους εύφορους δρόμους τις μνήμες μου,
Μικρά, ύπουλα φίδια,
που ποθούν να δαγκάσουν τα στήθη σου,
αλλάζοντας σε φαρμάκι το γάλα τους,
Για να γίνεις ένα μαζί μου, ο ίδιος χαμός,
Η ίδια παρήγορη νύχτα, ο ίδιος άφωνος λυγμός,
Ο ίδιος βαθύς οργασμός, που τελειώνει στο θάνατο.

=============================


Μιας ακόρεστης δίψας

.
Βιαστικά θα 'πρεπε να έχει φύγει,
αφήνοντας την πόρτα ακλείδωτη
και τον τηλεφωνητή σβηστό.
Το δωμάτιο ακατάστατο, άστρωτο κρεβάτι.
Κι η πόρτα του μπάνιου ανοιχτή, με το φως αναμμένο.

Μπήκα σιγά σαν κλέφτης,
κουρσεύοντας όσα μ' έφερναν στο κορμί της:
τα χαρτομάντιλα με τα ίχνη των χειλιών της,
τη ρόμπα με την αφή της βρεγμένης σάρκας,
τις τσαλακωμένες πιτζάμες με τις ονειρώξεις,
τα μεταχειρισμένα εσώρουχα.
Τυφλός, με οδηγό τ' άρωμά, της, την σχημάτιζα γυμνή,
όπως την ποθούσα, όλο καμπύλες ηδονής,
μικρές φωλιές ν' αποθέτω το σπέρμα μου.

Κι αυτή- που τόσο λίγες φορές
μου έδωσε στυφά τα χείλη της,
και τρύπησε με τις αιχμές του στήθους της
τις παλάμες μου-
κλεισμένη στο δικό της κόσμο,
να μη θέλει να δει την άμπωτη,
που ξεγύμνωσε ατελείωτες πεδιάδες από τις ακτές μου,
περιμένοντας την παλίρροια της συνουσίας της.

=============================

Χρυσάνθεμα

.
Αυτός ο χειμώνας ήρθε χωρίς φθινόπωρο,
Χωρίς χρυσάνθεμα.
Ωραία, πολύχρωμα λουλούδια, υγρές φωτιές,
Στερνές αναλαμπές,
Από το ακόρεστο καλοκαίρι
Που χάθηκε.

=============================

Το τέλος των θερινών διακοπών
Σε μια παραθερίστρια

.
Ερχεται πάντα το τέλος των θερινών διακοπών
Και πρέπει να υπομείνω τις παλιές συνήθειες:
Τα γράμματα, που στοίβες με προσμένουν στο κατώφλι,
Τα πρόσωπα, που, μόλις επιστρέψω, θα μ' επισκεφτούν.
Της ξεγνοιασιάς τ' αλάτι γρήγορα θα ξεραθεί,
Θα ετοιμαστούν τα χειμωνιάτικα, βαριά, ενδύματα,
Οι μέρες του καλοκαιριού θα ναρκωθούν
κάτω απ' το δέρμα.
Τα κάστανα θα διώξουνε τ' αραποσίτια.
Ερχεται πάντα το τέλος των θερινών διακοπών,
Με το κορμί σου, βαρύ απ' τους χυμούς,
να περιμένει τον ανεπαίσθητο τριγμό
στη μισάνοιχτη πόρτα
Την εναλλαγή της φοβισμένης αδημονίας σου
σε τελευταία συγκομιδή.
Πλούσια συγκομιδή από αναβρασμούς υγρών φύλλων,
Αναταράξεις κι αιφνίδιους κατευνασμούς,
Ερεθισμένες θηλές
που βιάζονται από σαρκώδη, ανικανοποίητα δάχτυλα.

=============================


Γιατί

.
Γιατί, όταν έφυγες, άρχισαν οι βροχές,
Ξαφνικές το φθινόπωρο, συνεχείς το χειμώνα
Και γέμισε ο κήπος φύλλα κι αποδημητικά,
Κι ερήμωσε ο κισσός από φίδια και σαύρες.
Γιατί εσύ ήσουν ο ψηλός τοίχος
Που έκρυβα το πρόσωπό μου,
οι ρίζες των δέντρων που μ' ανάσταιναν,
η νύχτα των φοβισμένων ζώων,
Ο αμαρτωλός καρπός και τα νεκράνθεμα.
Γιατί εσύ ήσουν η εύφορη γη
Που ριγούσε από τ' άγγιγμά μου.

=============================


Θάνατος σε πολυκατοικία

.
Όχι μόνο να ζήσεις μα ούτε και να πεθάνεις δεν μπορείς
σ’ αυτήν την πολυκατοικία,
με τους τόσους αδιάφορους ενοίκους
να δαιμονίζονται στα διπλανά διαμερίσματα
ή, ακόμα, να χτυπάνε τα ντουβάρια
για να πάψουν τα μοιρολόγια της μάνας σου
που, σαν το χλωμό κερί, θα λιώνει κοντά σου.
Και το αγγελτήριο του θανάτου
κολλημένο στην κοινή εξώθυρα,
ανάμεσα σ’ «Ενοικιάζεται» και σε «Πωλείται»
χωρίς να ξέρει κανείς που βρίσκεται το κουφάρι σου,
ποια πόρτα πρέπει να χτυπήσει για να σ’ αποχαιρετήσει.
Κι αντί για χέρια ευλαβικά να σε μεταφέρουν,
την ώρα που το σπίτι ηρεμεί, σαν καράβι που βούλιαξε,
άβολα σφηνωμένος στο ασανσέρ να υποφέρεις
και πάλι ολομόναχος τις αλυσίδες και τα γρανάζια.

Τάσος Κόρφης, Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα, 1983


=============================


Για κάποιον νέο μόνο .

.
Οι δρόμοι αψέντι ευώδιασαν αψύ,
υγρές θηλές οι αφύλακτες διαβάσεις•
μ’ άνθη γεμίσαν οι ερημιές, κι εσύ
μαζεύεσαι νωρίς για να διαβάσεις.

Φοβάσαι το έξω, νιώθεις κούραση
για τα παιχνίδια, τις φωτοσκιάσεις
του μάταιου κόσμου. Απόμεινες νησί•
γι’ αλλού δεν έχει βάρκα να περάσεις.

Σπίτι κι αυλή, βιβλίο και μουσική•
φουντώνει ο μύθος, κλέβει την αλκή.
Τ’ άγουρο φρούτο γέμισε σαράκι.

Και μένει, συντροφιά κι αυτή κρυφή,
κάποιου σονέτου η δύσκολη γραφή,
a la maniere de Κώστα Καρυωτάκη.

=============================

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ
Μικραίνει ο κόσμος

.
Μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος,
στερεύει το φως στις γυμνές αποβάθρες,
μ' ασβέστη σκεπάζουν τα δάκρυα.
Σεντόνι λευκό, χειρουργείου
σκεπάζει τ' ανήσυχα χέρια.

Μα εσύ ματωμένη καρδιά μου
και πάλι μαζί σου με πας
ταξιδιώτη με πας για ναυάγιο.

=============================

Των μεγάλων χώρων

.
Ω πόσα ποιήματα βιωμένα και όχι γραμμένα
Σε καφενεία σταθμών ή σε ανήσυχες αποβάθρες
Την ώρα που το σμίξιμο ακολουθεί το χαμό,
Και πρέπει να ενωθείς με το πλήθος
Ή άσκοπα να περιμένεις το νυχτερινό επιβάτη.

Ω πόσο προσφιλείς είναι αυτοί οι μεγάλοι χώροι
όταν αδειάζουν και μένεις ασάλευτος,
ανάμεσα στη γη και τον ουρανό
Σαν το κυπαρίσσι, που χρόνια ονειρεύεται
ν' αφήσει τους τάφους,
να γίνει κατάρτι σε πλοίο.
.
Από τη συλλογή Εγκώμια (1993)

=============================


Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά

.
Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

=============================
Ο ΤΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ

.
Αφήστε με, υπάρχει τόση ομορφιά εδώ.
Η σκλαβωμένη άνοιξη στα σώματα των κοριτσιών,
το αηδόνι, η μέθη του μεσαύγουστου, τα χείλη που διψούν,
εσύ, γυναίκα του άλλοτε που υπάρχεις, που είσαι δική μου,
κάτι απ' το ψωμί που μ' έθρεψε, απ' το νερό και τον αγέρα.

=============================


ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

.
Πίσω από το παράθυρο το ίδιο πάντα δέντρο.
Κάποτε ξεμπλέκαμε τους χαρταετούς μας από τους κλώνους του.
Αργότερα χαράζαμε στον κορμό του το αλφαβητάριο των ενθουσιασμών. Τώρα ξεκουραζόμαστε στη ρίζα του.
.
(από τη συλλογή "Ημερολόγιο") ]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου