Στον ανήφορο που ‘τρεχες, στην κορφή για να φτάσεις
τα γαλάζια ακροούρανα και τ’ αστέρια να πιάσεις.
Φτερωμένος κι ανάλαφρος και χαρούμενος ήσουν.
Πού τη βρήκες τη δύναμη, τη χαρά, την ορμή σου;
Πού τη βρήκες τη δύναμη, τη χαρά την ορμή σου;
Φτερωμένος κι ανάλαφρος και χαρούμενος ήσουν.
Μες στις λάσπες του κάμπου μου, βουτηγμένος εγώ.
Χρόνια τώρα τη χίμαιρα, μιας χαράς κυνηγώ.
Κουρασμένο κι ασήκωτο, σέρνοντάς μου το βήμα,
ενώ σπάζει στα στήθη μου, της οδύνης το κύμα.
Ενώ σπάζει στα στήθη μου, της οδύνης το κύμα,
κουρασμένο κι ασήκωτο, σέρνοντάς μου το βήμα.
Πες μου, φίλε, ποιος σου ‘δωσε τη μεγάλη χαρά,
που σε γέμισε δύναμη και σου δίνει φτερά.
Που σε γέμισε δύναμη και σου δίνει φτερά,
πες μου, φίλε, ποιος σου ‘δωσε τη μεγάλη χαρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου