Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Βαγγέλης Φίλος- Συνευρέσεις


«Έκλεψα όσα είχα ανάγκη» της είπε κι έφτιαξε ένα
όνειρο να της χαρίσει.
Πρόσωπα του έργου:
Ο ποιητικός ήρωας, αφηγητής
Ο αναγνώστης που ερωτά
Η γυναίκα-σύμβολο ως ονειρική παρουσία

Είναι κάτι που ξεκινά ως ατμόσφαιρα απέραντης τρυφερότητας, ως χάδι μυστηρίου, ως αίσθηση εγγύτατης αθωότητας. Κι εκεί που λες να φύγω τώρα που ήχησαν τα μονόχορδα τη σιωπή τους, που κινήθηκαν τα χείλη ζωγραφίζοντας
μισή προσδοκία, που έγραψαν οι φθόγγοι το ποίημα, νάτη η
άλλη, η αλλόκοτη ηδονή, εισβάλει ως δαιμονισμένος άγγελος, ως άγγελος εισβάλει. Φλογισμένος με την αγνότητα της
αμαρτίας του. Φέρνει μαζί του ήχους μελωδικούς, σπαθιά
και κραυγές, ζωή και θάνατο. Εκεί στο λευκό που αφρίζει,
στη νύχτα που αγρυπνά, στη μουσική που ξεπλένει.
— Τι γυρεύεις;
— Δεν ξέρω.
Είναι η άλλη που σε αρπάζει και σε βαπτίζει στα νερά.
Και σε γεννάει όμορφο και σοφό. Για να σταθείς στο πλάι
κοινωνώντας. Ποια άλλη; Αυτή η ανομολόγητη, η άλλη
που δεν έχει χρόνο να λογαριάσει, γιατί όλα συνέβησαν
χτες. Και η βραχνή φωνή και τα νερά, Θεέ μου, ήταν μια
θάλασσα τα νερά. Λευκό το σπέρμα που λίμναζε στον
ομφαλό. Και οι πρωτόπλαστοι δεν είδαν, δεν πρόλαβαν.

Γιατί οι μέρες δεν καρτερούσαν, οι νύχτες έφευγαν και μ’
έφεραν ως εδώ απόμακρο και μόνο, προσκυνητή. Να ιδώ,
γυμνός να ιδώ ό,τι είχα προμηνύσει.
— Από πού έρχεσαι;
— Δεν ξέρω.
Είναι η λαχτάρα του πυρωμένου κορμιού που ανιχνεύεται ως παλλόμενο μυστικό. Πού να τολμήσεις; Εισπνέεις
την καρτερική σιωπή, αυτήν την άσκηση την ξέρεις. Όσο
η ελπίδα, έχανες, τώρα κερδίζεις. Εκεί να αστράφτει ο πόθος, να τον βλέπεις, μόνο εσύ να γεύεσαι την αστραπή…
μόνο αυτή. Και να εισέρχεται η μια λέξη σου μέσα στην
άλλη, να σβήνει τούτο το κενό με την αμφισημία. Εκεί
ν’ ακούς κι εσύ να απαγγέλεις ακατάληπτα, μην τύχει και
προδώσεις τα κρυφά, μην προδοθείς κι όλα τα χάσεις.
— Για πού βαδίζεις;
— Δε γνωρίζω.
Είναι που φλογισμένη η θάλασσα σε τυλίγει. Εισβάλει
το πάθος σ’ όλες τις κυματικές συνευρέσεις κι αυτή σε κοιτά. «Ω, πώς με κοιτά, θα διασπαστώ σε χιλιάδες φωτόνια
για να υπάρξω». «Υπέροχο, υπέροχο», ηχεί το γέλιο στη
χαρά, ερυθριούν οι προσδοκίες. Αισθάνεται, πάλλεται, ρέει
εντός της.
— Πού πας, για πού πετάς;
— Ξέρω!
Είναι που κλέβεις σκιρτήματα, λαθραίος συνεπιβάτης
του σπαραγμού, ήρθες απ’ άλλον χρόνο. Μόνο να δω: τα ίχνη του γυμνού χορού, τη σπείρα. Λάγνα κορμιά στη μυσταγωγία του φλοίσβου. Ήρθες απ’ άλλο όνειρο, ασύμβατο· μόνο που ξέρεις εσύ τα μυστικά, μόνο τα ξέρεις. Κανείς. Κανείς στα χείλη τα μισοσβησμένα, στο λαχάνιασμα
που ανεβαίνει, μόνο εσύ να βλέπεις κι εσύ να φεύγεις. Και το λευκό παντού και πουθενά.
— Πού πας;
Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο, Ολόριο, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου