Έρχεται ημέρα που γυμνώνεται
κάθε προσπάθεια. Έρχεται ημέρα που δεν ωφελεί
το κοινό και το αναγκαίο.
Πήρα το δρόμο το στενό από φυλλωσιές
που περιθώρια πλησιάζει·
και δέχτηκα την άρνηση
την τόσο θετικά προετοιμασμένη.
Κρέμασα το σακίδιο, γυμνόπους περπάτησα·
μια καλύβα ξύλινη, με τρύπες, αφτιά του αγέρα,
μια διαμονή περαστικού.
Λίγες άκαρπες ελιές, τενεκέδες κονσερβών,
ένα τσουκάλι, κι ένας σκελετός με καρτερεί.
Έπλυνα τα ρούχα μου, τα κρέμασα στους κλώνους
με τους ανέμους παίζοντας, με τους βλαστούς, με τα φαινόμενα
ένας απελπισμένος, έκτος τροχός, όχι παρόν, παρελθόν, μέλλον.
Επειδή ουρανός καθαρός κι ορίζοντας κυανός με προσκάλεσε
με το σάλεμα ενός δέντρου στην κορφή,
έφυγα· εκεί δε μ’ άρεσε κι έφυγα πάλι.
Η μύγα, όπου κι αν πετάξει, στο ίδιο μέρος πετά·
η μέλισσα
με τη σωτήρια ενασχόληση, δουλεύει για να δουλεύει.
Νυχτώθηκα στη θάλασσα, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει εκφυγή.
Μόνος κι άφοβος
εννοώντας την τροφή της αφοβίας.
Αλλ’ όταν οι βράχοι, ξεπλυμένοι αμέτρητα χρόνια,
βουβοί, καρτερικοί, με δέχονται αδιάφοροι
τον εφιαλτικό θυμήθηκα, τον ανυπόμονο ύπνο
αυτών που δουλεύουνε, τρώνε, γεννούν,
αυτών που ζητούν τον παράδεισο.
Ένταση μιάς διάχυτης φθοράς –
Έρχεται η μέρα που γυμνώνεται, ο πλάστης, το πλάσμα και η πράξη.
Ζήσης Οικονόμου ( 1911 -2005 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου