Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ανδρέας Λασκαράτος-Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (Απόσπασμα)


«Δύστυχε λαέ! 

Οι κατεργαραίοι σ’ εμεθήσανε καθώς μεθούν τα μελίσια και τα βάνουνε στο καλάθι…

Σ’ εμεθήσανε και σ’ εκάμανε να πιστέψης πως κάτι είσαι! 

Δύστυχε λαέ! 

Ξέρεις τι είσαι;

Εκείνο που είναι όλοι οι λαοί, εκείνο που εσταθήκανε οι λαοί πάντα, είσαι, θέλεις δε θέλεις, το κλοτσοσκούφι εκεινώνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε. 

Μπορεί να μη σ’ αρέση τούτη η αλήθεια, μα δέξου τη γιατί είναι αλήθεια. 

Είναι πικρία, μα κάνει καλό.

Εσύ έχεις παράπονα εναντίον εις εκείνους οπού έως τώρα σ’ εδιοικήσανε και τώρα εβγήκανε άλλοι, οι οποίοι λέγονται φίλοι σου, και σου ζητούνε να σε διοικήσουν εκείνοι, και συ κατά το συνηθισμένο, γιατί έτσι οι λαοί κάνουνε πάντα, έτρεξες εις εδαύτους και τους ακολούθησες…  

Μα ξέρεις πώς πιάνουνε τους ελέφαντας; 

Πηένουνε δώδεκα στο κυνήγι, οι έξι ντυμένοι μαύρα, και οι έξι άσπρα, όντες ο ελέφαντας πέσει στο λάκκο το διορισμένονε, τότες τρέχουνε οι έξι οι μαυροφόροι, και με ξύλα μεγάλα τόνε ραβδίζουνε. 

Αφού τόνε ραβδίσουνε καλά-καλά, τότες βγαίνουνε  οι ασπροφόροι, οι οποίοι καμόνουνται να διόχνουνε τους μαυροφορεμένους, χαϊδέβουνε τον ελέφαντα, του βάνουνε στο στόμα ζαχαροκούλουρα, και τότε βοηθούνε να έβγη από το λάκκο. 

Ο ελέφαντας τότες ακολουθάει μ’ εύγνωμοσύνη εκείνους όπου νομίζει ελευθεροτάδες του, κ’ ετούτοι τόνε φέρνουνε και τότε τόνε πουλούνε.

Άκουσες τώρα, λαέ, πως οι άνθρωποι πιάνουνε τα θηρία; Ίδες, ή δεν ίδες σε τούτην τη διήγηση την εικόνα σου;

Κανείς δεν είναι αξιοκαταφρόνητος, κανείς δεν είναι αξιογέλαστος έως ότου περιορίζεται μέσα εις τον κύκλον της ημπόρεσής του. 

Μα κανείς κηόλας δεν ημπορεί να λείψη την καταφρόνηση και την καταισχύνη, όντες υπερβαίνει τα όρια του.

 Εσύ λαέ, άφησες το τσαγγαρόσουβλο, το μηστρί, το βελόνι, το τσαπί, το πετραχίλι, το εργαστήρι σου, κ’ εμπήκες εις τα πολιτικά πράγματα.

Με τούτο που έκαμες σου φαίνεται πως επρόκοψες, πως αρχόντεψες, πως εκαλητέρεψες τον εαυτό σου… 

Άκουσε εξεναντίας τι έπαθες:

Έως ότου σ’ εβλέπαμε να καταγίνεσαι στο εργόχειρό σου, εθαυμάζαμε την επιτηδειότητά σου, και σ’ επαινούσαμε πως μέσα σε τόσο λίγον καιρό ετελειοποίησες την τέχνη σου. (Είναι τώρα λίγος καιρός όπου, -βγάνοντας την παπαδοσύνη- όλα τα επίλοιπα εργόχειρα εκαλητερέψανε). 

Όταν όμως ήλθες εις τον Καφφενέ να μιλήσεις πολιτικά πράγματα, δεν ίδαμε πουλιό σ’ εσένανε παρά ένα ψάρι, που έχασε τα νερά του, και δεν εστοχασθήκαμε πουλιό παρά πώς να σε πιάσωμε. 

Ο τρόπος όπουμεταχειρίζουμάσθε είναι ο πουλιό δελεαστικός δια εσέ, επειδή σε στέλνουμε κάθε βράδι στο σπίτι σου μετά την απόδιοξη τούν Ιγγλέζωνε και με την ένωσή σου με την Ελλάδα, ενώ εμείς εις το σπίτι το δικό μας γελούμε για την απλότητά σου και έχουμε «θέατρα» κάθε φορά που σου μιλούμε για τα πολιτικά δικαιώματα με τα οποία σε φουσκώνουμε!

Εσύ, Λαέ, δεν γνωρίζεις ούτε τες αληθινές σου χρείες, ούτε τες αντικρίζουσες θεραπείες των, αλλ’ ούτε τα πρόσωπα που ήθελ’ είναι κατάλληλα να ενεργήσουνε την καλητέρεψή σου. 

Επίστρεψε λοιπόν εις τες συνηθισμένες σου εργασίες εις τες οποίες εμείς δεν ημπορούμε να σε γελάσωμε και τες οποίες εχτελείς με περισσότερη τιμή, και με περισσότερο διάφορο.

 Απ’ όλο τούτο το πολιτικό παιγνίδι, τι σας έμειν’ εσάς; 

Η εντροπή.  Τι μας έμειν’ εμάς; 

Το επάγγελμα. 

Ο Τόπος, εδιαφόρεψε τίποτε; 

Τίποτα….

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ, 1856

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου