Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ανδρέας Λασκαράτος- «Ο καλόγηρος»



Ο μοναστηρισμός είναι μασονισμός. Ο καλόγηρος είναι μασόνος.
Μέσα στον περίβολο του μοναστηριού του, περιβάλλεται και τούτος τη μασονική καλογηροσύνη του, και γένεται μέλος ένορκον της μοναστηριακής εταιρίας. Ενδύνεται καθώς ενδύνονται οι συνεταίροι τουּ θρέφεται καθώς θρέφοντ’ εκείνοιּ·διάγει καθώς διάγουνּ·και πιστεύει όσα και όπως τα πιστεύουν και οι λοιποί συγκαλόγηροί του. Όροι όλοι τούτοι, χωρίς τους οποίους δεν ήθελ’ είναι δεχτός εις την μοναστηριακή λέσχη.
Ως μασονία, ο μοναστηρισμός έχει και τούτος το μυστικό του. Το μυστικό του καλογήρου είναι να εξασφαλίση δια βίου τη συντήρησή του, να ζήση εν σχετική ανέσει την όλην ζωήν τουּ·και, αν τα χαρτιά λένε αλήθεια, να αξιωθή έπειτα και τον ουράνιον παράδεισον.Είναι αληθινόν ότι η ζωή στα μοναστήρια μας είναι βρωμοζωή, ζωή χτηνώδης και αποτρόπαιηּ·αλλά και ο καλόγηρός μας είναι σχεδόν πάντοτε κ’ εκείνος της ύστερης κοινωνικής τάξεως. Ώστε, δια όση βρώμα και φτωχοφαγία μπορή να είναι στο μοναστήρι, ο νεοσύλλεχτος ευρίσκει εκει μέσα ανάλογον χορτασμόν, και ευλογημένην ξεγνοιασιά και αφροντισία. 
 Ευχαριστείται ο καλόγηρός μας εις την ζωοτροφίαν τουּ·επειδή, ως ο ίδιος ομολογεί, έχει πάντοτε ποικιλίαν φαγητών. Ποτέ δύο μέρες αράδα τα ίδια πράμματα. Αν εψές έφαε σκόρδο, σήμερα τρώει κρεμμύδι, αύριο πράσα, την άλλη αλιάδα, και την Κυριακή όσπριο.
 Όσοι από τούτους γραμματισμένοι, και ξέρουν να καππακίζουνε, διαβάζουνε τα συναξάρια, εις τα οποία καταγοητεύονται. Δι’ αυτούς, το άκρον άωτον των ανθρωπίνων ατενισμών ήθελ’ είναι να έχη κανείς μια μέρα ένα συναξάρι με θαύματα δικά του, και με τίτλον «Άγιος».
 Συμβαίνει δε κάποτε που κάποιος από τους δυστυχείς τούτους, κυριεύεται τόσον από την ιδέα της αγιωσύνης, οπού αθετεί την πραγματικήν του ύπαρξην, βγαίνει από τα σωστά του, και γίνεται παίγνιον της ιδέας του. Θέλει ν’ αγιάση, και το θέλει με απόφαση.
 Είναι τότε που ο πονηρός εχθρός των ανθρώπων, ο δοξομανής εκείνος αντίθεος, ο επισκεφτόμενος τας μονάς ως ο οικοκύρης τον ορνιθώνα του, εμπήκε ήδη στο κελί, και φυσάει στα μυαλά του καλόγηρου [...]. Και είναι τότε που υπό το βάρος της θρησκευτικής του φιλοδοξίας, το μπαίγνιο τούτο του πειρασμού γομπιάζει, καχεχτεί, σοβαρούται, και δίνει στον εαυτόν του αέρα ταπεινής μεγάλης ιδέας!...
 Οι απόγονοι μια μέρα θαν τον προσκυνήσουνε, προσφέροντες εις το λείψανόν του θυμιάματα, και πανηγυρίζοντες το όνομά του!...
  Ήδη βλέπει με την αρρωστημένη φαντασία του τες γυναικούλες του μέλλοντος να τρέχουνε στην καθέδρα του, ποια με κερί λαμπάδα, ποια με λάδι για το καντήλι του, ποια με λιβάνι, και ποια με άλλα.
 Άλλες πάλε να έρχωνται ξυπόλητες οχ τη χώρα, τάμμα κ’ εκείνο για το παιδί τους [...] Οι παπάδες ν’ ανοίγουν την ασημένια κάσα του, και επί πληρωμή ναν τόνε δείχνουνε σε προσκυνητάδες και προσκυνήτριες!...
 Κοντσά δουλειά ν’ αγιάση κανείς, και ν’ αξιωθή τιμές τέτοιες!
 Άμποτε τα κλείθρα τούτα της πονηρίας, της βλακείας, της αποχτηνώσεως, να μη φθάσουν τον σιμωτινόν εικοστόν αιώνα. Οι άνθρωποι τότε τα φιλοτιμώνται αλλέως. Και η γυναικούλες, νοημονέστερες απ’ ό, τι είναι σήμερα, να μεταχειρίζωνται καλήτερα τον καιρό τους, τα χρήματά τους, και την αθρωπιά τους.
 

Ανδρέας Λασκαράτος,  Ιδού ο Άνθρωπος, Εκδόσεις Πάπυρος, σειρά Βίπερ, αριθμός σειράς 87, σελίδες 44-45.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου