Για μένα η πιο σημαντική πράξη στην τραγωδία είναι η έκτη:
η ανάσταση των νεκρών από τα πεδία της μάχης επί της σκηνής,
το ίσιωμα των περουκών και των φαντεζί ενδυμάτων,
η αφαίρεση των μαχαιριών από τα στήθη,
το ξεκρέμασμα των θηλιών απ’ τους λαιμούς,
η στοίχιση ανάμεσα στους ζωντανούς,
με πρόσωπο προς το κοινό.
Οι υποκλίσεις, ατομικές και ομαδικές:
η λευκή παλάμη πάνω στην πληγή της καρδιάς,
η ρεβεράντζα της αυτόχειρος,
τα νεύματα της κομμένης κεφαλής.
Οι υποκλίσεις ανά ζεύγη:
η εξαλλοσύνη απλώνει χέρι στην πραότητα,
το θύμα μακάρια κοιτάει στα μάτια το δήμιο,
ο επαναστάτης συγκαταβατικά βαδίζει δίπλα στον τύραννο.
Το ποδοπάτημα της αιωνιότητας με τη μύτη της χρυσής γόβας.
Ο διασκορπισμός της ηθικής με τον πλατύ γύρο του καπέλου.
Η αθεράπευτη ετοιμότητα να ξεκινάς την επόμενη μέρα πάλι απ’ την αρχή.
Η είσοδος στη σειρά αυτών που έχουν πεθάνει πολύ πριν,
στην τρίτη πράξη, στην τέταρτη και ανάμεσα στις πράξεις.
Η σαν από θαύμα επιστροφή των χωρίς ίχνη χαμένων.
Η σκέψη ότι υπομονετικά περίμεναν στο παρασκήνιο
χωρίς να βγάζουν τα κοστούμια τους,
χωρίς να ξεπλένουν το μακιγιάζ τους,
με συγκινεί περισσότερο από τους μακροσκελείς μονολόγους της τραγωδίας.
Αλλά ό,τι πραγματικά με ανυψώνει είναι το κατέβασμα της αυλαίας
κι όσα φαίνονται πριν ακόμα αυτή ακουμπήσει στο πάτωμα:
εδώ ένα χέρι σπεύδει να πιάσει το λουλούδι,
εκεί ένα άλλο σηκώνει το πεσμένο ξίφος.
Και τότε μόνο ένα τρίτο, αόρατο,
εκτελεί το καθήκον του:
μου κόβει την ανάσα.
μετάφραση: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς
Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, Kαστανιώτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου