Το Διήγημα περιέχεται στο βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο εχθρός του ποιητή (1990). Δυο είναι τα βασικά πρόσωπα στις ιστορίες του βιβλίου: Ο Κωνσταντίνος Λάιος και η Κυβέλη. Είναι δίδυμα αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος είναι ποιητής. Η Κυβέλη είχε παντρευτεί τον Yannic Kerzean και έμενε στο χωριό Henvic της Βρετάννης. Δεν θα ξαναγύριζε στην πατρίδα τους. Η μητέρα τους η Ευριδίκη καταριόταν το γιο της τον Κωνσταντίνο ως υπεύθυνο για την απομάκρυνση της Κυβέλης με τα εξής λόγια: «Αλλά αισθάνομαι ότι εσύ φταις για όλα. Για όλα! Όσα μας έτυχαν, για ό,τι μας μέλλεται ακόμα. Μακάρι εσύ να έφευγες και να μην ξαναγυρνούσες. Μακάρι εσύ να πέθαινες αντί για την Κυβέλη. Γιατί η Κυβέλη πέθανε πια για μένα κι ούτε και πεθαμένη δεν θα την ξαναδώ» (Ο εχθρός του ποιητή, σ.σ. 10-11). Στο κείμενο που ακολουθεί ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στη Βρετάννη, για να πάρει την αδελφή του και να τη φέρει στην Ελλάδα κοντά στη μητέρα τους. Η Κυβέλη ζούσε εκεί μόνη της μετά την αυτοκτονία του Yanni.
ενέρων δολιόπους αρωγός
Σοφοκλής
To Ty Croas ήταν έρημο σαν ακατοίκητο. Μονάχα ένα μικρό κόκκινο αμπαζούρ φώτιζε στην κουζίνα. Αλλά ήξερα πού θα τη βρω. Βράδυαζε κι ήταν η ώρα που η Βρετάννη τυλιγόταν την σημαία της το μαύρο και το λευκό. Άσπρη η θάλασσα κι άσπρος ουρανός μαύρη η γη κατάμαυρα τα δένδρα. Καθόταν στο αγαπημένο της μέρος. Εκεί όπου τελειώνει το δάσος κι έβλεπε την άσπρη στενή θάλασσα. Σαν ένας ποταμός σαν Αχέροντας η θάλασσα προχωρούσε βαθειά στην στεριά ως το Morlaix. Αρετή την φώναξα από πίσω όταν πλησίασα. Δεν γύρισε σαν να μην άκουσε. Ύστερα από ώρα γύρισε απότομα. Σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Το όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο από τον χρόνο. Με κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Αρετή! επανέλαβε μ' ένα αχνό γέλιο σαν μια μικρή πτυχή στην ολόισια φωνή της. Κανείς ποτέ δε με φώναξε με τόνομά μου αυτό λέει και με τα απαλά της δάχτυλα έκρυψε την τρύπα του προσώπου μου. Κωσταντάκη μου είπε για να με περιπαίξει αλλά ένας λυγμός σαν λόξυγγας την έκανε να σωπάσει. Γυρίσαμε στο πρεσβυτέριο και με κρατούσε επάνω της περπατούσε μ' έναν ανεπαίσθητο ρόγχο. Σαν ένας θρήνος από πολύ καιρό στον βυθό μπλεγμένος στα φύκια των πιο βαθιών κλαμάτων της. Τίποτε δεν είπε τίποτα δεν ερώτησε. Αμίλητη ετοιμάσθηκε και ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού στην Ελλάδα. Ταξιδέψαμε με τραίνο. Μονάχα έτσι μπορούσαμε ν' απομονωθούμε σ' ένα κουπέ αποκλειστικά δικό μας. Αλλά η Κυβέλη σα να ήθελε να με επιδείξει. Επίτηδες μ' έβγαζε στον διάδρομο με πήγαινε στο βαγκόν-ρεστωράν. Με μια υστερική προκλητικότητα με παράσερνε ανάμεσα στους επιβάτες κι απολάμβανε με εξημμένο ενθουσιασμό την φρίκη. Τον αποτροπιασμό που τάραζε τον κόσμο που μ' έβλεπε. Με αδιάντροπο δυνατό γέλιο ξεκαρδιζόταν όταν οι άλλοι σκόρπιζαν και φεύγαν από κοντά μας. Όταν κάποιοι εστέκονταν και με παρατηρούσαν με βδελυγμία η Κυβέλη, με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάιδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα. Και μοναχά όταν ήμασταν μόνοι κλεινόταν σ' ένα αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος. Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Ελλάδα. Μέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ' ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική. Ήταν τρεις νεαροί Ούγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Μια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Ανάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Αναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν Η μοναξιά του Αρθούρου Ρεμπώ. Μπροστά τους ένα μεταξωτό ημίψηλο ανάποδα κι εκεί έριχναν φράγκα οι περαστικοί. Η Κυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Να χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Μας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ως το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης. Την ακολούθησα και χορεύοντας μαζί πάνω στο μικρό σαν λέξη μοτίβο των Ούγγρων συνεχίσαμε μέσα στις στοές. Ο κόσμος μας προσπερνούσε αδιάφορος. Αν κάποιος σταματούσε ήταν επειδή αντίκριζε εμένα. Μερικοί αλκοολικοί και τοξικομανείς αντιδρούσαν ουρλιάζοντας και προσπαθούσαν να μας ακολουθήσουν. Αλλά δεν άντεχαν και στέκονταν παραπαίοντας ή σωριάζονταν καταγής και μας έβριζαν. Ξαφνικά αντιλήφθηκα έναν τρίτο που μας ακολουθούσε από ώρα χορεύοντας. Ηταν το πιο ωραίο ανθρώπινο πλάσμα που είδα ποτέ. Άφυλο τραβεστί μαύρος. Φορούσε, κοντές μπότες με μεγάλες γαλλικές αστραφτερές αγκράφες και μια πολύ κοντή μίνι φούστα χρυσόμαυρη. Από πάνω ένα γιλέκο τζην στολισμένο με στρας κι από μέσα ένα στενό κορμάκι από παλιό σωμόν ταφτά. Είχε έντονα βαμμένο το πρόσωπο με πράσινες γαλάζιες μαύρες σκιές. Τα μαλλιά ολόασπρα ορθώνονταν προς τα πίσω σαν τις περικεφαλαίες από ξερά χόρτα των ιθαγενών της Αφρικής. Με μια ελαφράδα σαν να μην άγγιζε την γη χόρευε και μας περιτριγύριζε με μια αγάπη κι έγνοια. Βγήκαμε στην έξοδο κι εκεί το σπάνιο πλάσμα σταμάτησε. Ακίνητο μας έβλεπε που απομακρυνόμασταν εγώ και η Κυβέλη. Με ένα νεύμα ευγενικό του δεξιού χεριού μάς ξεπροβόδισε. Σαν ένας μικρός τιμωρημένος θεός από μακρυά μάς ευλογούσε με καλωσύνη κι οριστικά μας εγκατέλειψε. Φτάσαμε στην Ελλάδα μετά τρεις μέρες. Κατευθείαν από τον σταθμό πήγαμε στο άσυλο. Από τέσσερα χρόνια νοσηλευόταν εκεί η μητέρα Ευρυδίκη. Είχε προσβληθεί από βαρειά άνοια. Τίποτε δεν καταλάβαινε κανέναν δεν αναγνώριζε. Το στόμα της έκαμνε συνέχεια έναν ρυθμικό σπασμό προς τα μέσα. Σαν να θήλαζε ρουφούσε αχόρταγα το γάλα από έναν αόρατο μητρικό μαστό. Ο θάλαμος ήταν γεμάτος από ανοϊκές ηλικιωμένες γυναίκες. Όλες σιωπηλές και ακίνητες. Η μητέρα Ευρυδίκη ήταν δεμένη με χοντρά πέτσινα λουριά στα σίδερα του κρεβατιού.
Επειδή πάθαινε φοβερές διεγέρσεις και κανένα φάρμακο δεν τις κατέστελλε. Η Κυβέλη στάθηκε από πάνω της. Έσκυψε και την κοίταξε βαθειά στα μάτια. Η μητέρα Ευρυδίκη μούγκρισε ενοχλημένη. Η Κυβέλη τής χάιδεψε τα μαλλιά την φίλησε στο μέτωπο και στα δεμένα χέρια. Γύρισα να φύγω κι άκουσα πίσω μου την Κυβέλη να φωνάζει. Στράφηκα και την είδα. Με τρόμο με πόνο κλαίοντας μου φώναξε εσένα. Εσένα τώρα ποιος θα σε συνοδεύσει; Αμέσως σώπασε κι αδιαφόρησε. 'Ελυσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε δίπλα στη μάνα μας. Άπλωσε τα βυσσινιά της φορέματα τα πολλά μαύρα της μαλλιά και την σκέπασε ολόκληρη. Τις πήρε και τις δυο ο ύπνος. Αγκαλιασμένες ακίνητες κείτονταν μαζί ήταν σαν η μια να τραβούσε τρυφερά την άλλη όλο και πιο βαθειά μέσα στον δικό της ύπνο. Μια γριά νάνος παχειά με γκρίζα κουρεμένα μαλλιά με την κίτρινη στολή των τραπεζοκόμων. Παλιά τρόφιμη που την είχαν κρατήσει να ψευτοδουλεύει στο άσυλο. Μπήκε ξαφνικά στον θάλαμο και πήγε ίσια στο κρεββάτι τους σαν να ήταν εκεί από την αρχή. Τεντώθηκε και τις περιεργάσθηκε τις άγγιξε έκανε τον σταυρό της. Με πλησίασε τρέχοντας κι ανασηκώνοντας τα ζωηρά της μάτια με κοίταξε χαρούμενη. Είπε με χαρμόσυνη κοριτσίστικη φωνή πεθάναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου