Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!

Ένας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!

«Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία»;
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!

Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γιαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.

«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός,

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.

Τρων και μιλάν για το Άδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος,
πιο τίμιοι απ’ όσους κλειούν στη φυλακή.