Έχω μια κουρελού μπροστά στην πόρτα μου
από καιρούς αρχαίους υφασμένη
– του σπιτικού μας στόλισμα πολύχρωμο –
που σιωπηλή κι απάλιωτη εκεί μένει…
Έχει για ξόμπλια χίλια κουρελόπανα
θυμητικά στο διάβα της ζωής μου
του πάππου μου το τσόχινο πουκάμισο
και τα μωρουδιακά της αδελφής μου.
Έχει στη μέση ρούχα του πατέρα μου
και το λινό του γκρίζο παντελόνι
της μάνας μου μια φούστα κοριτσίστικη
και το φαντό της προίκας της σεντόνι…
Μες στα κουρέλια ζει πλουμίδι μάλλινο
το πρώτο παιδικό μου πανωφόρι
της βάβως το μαβί κεφαλομάντηλο
και το νυφιάτικό της μεσοφόρι…
Την κουρελού της πόρτας μας η μάνα μου
στον αργαλειό την είχε τραγουδήσει
ξέφτι το ξέφτι ράβοντας τα βάσανα
πού ‘χε στα φυλλοκάρδια μέσα κλείσει…
Και τα κουρέλια λες και ξαναπαίρνουνε
την πρώτη τους εικόνα και την όψη
θαρρείς σαν κατακαίνουργα κι αχάλαστα
που ψαλιδιού δεν τ’ άγγιξεν η κόψη…
Έχω μια κουρελού μπροστά στην πόρτα μου
που χρόνια μαρτυρεί λησμονημένα
της φύτρας μου ξεφτίδια, κουρελόπανα,
που θα θαφτεί κι αυτή μαζί με μένα…
Δημήτρης Νικορέτζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου