«Παράξενο, σκεφτόμουν, ο ένας με καράβια κι ο άλλος με σιδηροδρόμους. Ο ένας να φεύγει διαρκώς, κι ο άλλος διαρκώς να μένει… Κι όπως είχα αποξεχαστεί, χαζεύοντας από το παράθυρο, ξαφνικά, με την αίσθηση του ανθρώπου που δεν είναι πια μόνος, σηκώνοντας τα μάτια μου στο μπαλκόνι του επάνω πατώματος, πρόλαβα δυο χεράκια, κοριτσίστικα, παχουλά, που κρατούσαν ένα μαντιλάκι και το έσφιγγαν, και που, μόλις με είδαν, έσπευσαν ν’ αποτραβηχτούν.
Έκλεισα με θόρυβο το παράθυρό μου, ξυπνώντας τους δικούς μου. "Μα τι κάνεις πρωινιάτικα στο παράθυρο μ’ αυτό το κρύο;" με ρώτησε η μάνα μου μπαίνοντας αγουροξυπνημένη με τα μπιγκουτί. "Τίποτα", της είπα, "γυμναστική". Κι ασφάλισα το παράθυρο καλά, να μην μπουν άλλοι θόρυβοι, άλλοι άνθρωποι στο δωμάτιό μου».
Σεραφείμ και Χερουβείμ, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου