Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Γιάννης Τζανετάκης-Ποιήματα


Κλειδί από χιόνι 

Άλλο ένα σήμερα φεγγάρι ξύλο

Μια θάλασσα πανί

Στα δέντρα

 

Τρέχω παντού με σκοτεινές μοτοσικλέτες

Όλα είναι δρόμος

Κι όλα είναι χώμα

 

Σε δείχνω

 

Ο ουρανός γλιστράει

Μέσα μου

Κλειδί από χιόνι

 

Όσο ακούω σε χρώμα αυτό το σκύλο


Με το βαθύ σου γέλιο

 

Με το βαθύ σου γέλιο θ’ απλωθείς

Τα αίματα θ’ ανάψουν στο σεντόνι

 

Μια μια του δωματίου τις ψυχές

 

Θα πιάσει θάνατος

Σε λίγο η σιωπή

Θ’ ανήκει πιο αθόρυβα στο σπίτι

 

Αύριο ένα χέρι θα σκορπίσει

Το δρόμο στα πουλιά

(Όσο ακούω σε χρώμα, 1985)


Όνειρο

Εχτές στον ύπνο μου έγινα πουλί

ένα πελώριο έλατο

ήταν όλο δικό μου

κουδούνιζαν Χριστούγεννα

όπως πάντα χιόνιζε

η αγάπη μου τραγούδαγε

τρυφερά σαν όρθρος

Πατούσα στο κλαδί δεν ήξερα

Αν ήμουνα παιχνίδι

 

Πάντα να φεύγεις

στην Αμαλία Σκέπερς

 

Πάντα να φεύγεις από μένα

– να βλέπεις τα’ άστρα από μακριά –

να δοκιμάζεις άλλες στάσεις

να μάθεις τ’ άγρια κορμιά τα ξένα

Η αγάπη ξέρει το δικό της

τρόμο δεν είναι έλεος κανενός

να την πετάς και να την πιάνεις στον αέρα

Σαν φως


 Βροχή απ' τα παλιά

Πώς γίνεται σκιά ο άνθρωπος προτού το καταλάβει

είπε ο πατέρας μου

και μία βροχή απ’ τα παλιά έλουζε τα τζάμια

Εγώ όμως πάντα τραγουδούσα μέσα μου

δεν ήθελα ν’ ακούω

Κι εσύ δε χαίρεσαι πια την αγάπη λέει

και κοίταζε μακριά σα να περίμενε

κάτι που θα του άλλαζε τη ζωή

Αναλογίστηκα τα λόγια του με τρόμο

ναι λέω – πάντα μέσα μου –

έχω ατονήσει πολύ τον τελευταίο καιρό

ονειρεύομαι κοιτάσματα αργύρου

σε βλέπω λέει απ’ τη φωτογραφία

κάνεις έρωτα σαν υπνωτισμένος κι ένα κορμί

θέλει κίνηση απάνω του

Προσπάθησα τρέμοντας να του πω για την ψυχή

τα μυστικά που κρύβει και τι λίγο την ξέρουμε

Αλλά ξεχνάς ότι μιλάς ακριβώς σε μια ψυχή μου κάνει

κι είδα τα μάτια του ν’ αναταράζονται

Κάτι ερχόταν σιγανά απ’ τα φύλλα

Αυτό που περίμενες σκέφτομαι

Ναι το πρωί

καλημέρα σου

(ΜΕ ΦΩΤΑ ΕΡΗΜΟΥ, 1992)

 

Ανάσα του ύπνου

 

Στον ύπνο ζει μονάχα η ψυχή.

Η έξω ανάσα παύει και εγείρεται

η άλλη, η μέσα.

Και πιάνει σιγανά να ιστορεί.

Είναι ωραίο να τη βλέπεις μες στο χιόνι

που είμαστε τις νύχτες όταν πέφτει

η θερμοκρασία του σώματος κι αρχίζουν

να αχνίζουν τ’ ανεπαίσθητα.

Γι’ αυτό μας επισκέπτονται με τόση

φυσικότητα οι νεκροί, το κρύο

μας φέρνει πιο κοντά, έτσι ξυπνάμε

το πρωί με άσχημο

χνώτο με τα στόματα

γεμάτα θανατίλα.

 

Υστεροφημία

 

Μα όταν άνοιγε τα μάτια

ήταν πια ένας άλλος.

Όπως δεν τον φαντάστηκαν ποτέ

τα λαμπερά μαλλιά τους.

Έξω απ’ του ύπνου την ευφρόσυνη σχισμή

έπλεε παγωμένος με το αδιάκοπο

βουητό της ζούγκλας στ’ αυτιά.

(ΟΝΕΙΡΟΥ ΕΡΩΣ, 1995)

 

Πού πήγαν

Να με λοιπόν σαράντα

όσος της Αναλήψεως τα κύματα.

Δεν πρόσεξα και έμπασα νερά.

Α πώς κουνάει η θάλασσα χωρίς

το χέρι σου όπως τότε να με πιάνει

πώς νύχτωσε έτσι απότομα πού πήγαν

δάσκαλοι και συμμαθητές

λάμπουνε κάτω κοιμητήριο οι σταυροί

των Φώτων που χαθήκαν στο λιμάνι.

 

Φεύγουν

 

Φεύγουν οι φιλοι μου

γίνονται πουλιά.

Σε ξύλινα κλουβιά

μπαίνουν ένας ένας.

Και κλείνει πάνω τους

η γη πυθμένας.


Όταν κοιτάξεις

Ξύπνα με σαν τελειώσουν όλα σκέφτομαι.

Όταν κοιτάξεις και είσαι εγώ μες στον καθρέφτη.

(ΒΙΟΣ ΒΑΘΥΣ, 2004)

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/ine-ke-kati-kati-akoma-pou-to-kratai-krifo-i-sigi/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window