Μισοσκόταδο.
Ο μόνος συγκρατούμενος της φυλακής που μου ‘χει απομείνει τώρα πια, κάθεται να φάει μπροστά στο κούφωμα τού πλαϊνού παραθύρου τού κελιού μας, όπου , όπως και στο καγκελόφραχτο άνοιγμα που υπάρχει στη μέση τού επάνω μέρους της πόρτας εισόδου, φωλιάζει κι ανθίζει το πορτοκαλί ψυχορράγημα του απογεύματος.
Στρέφομαι κατά κει :
_ Κιόλας;
_Κιόλας. Σου έχω σερβίρει-αποκρίνεται χαμογελαστός.
Καθώς κοιτώ την ταυρίσια κατατομή του, ανάγλυφη απάνω στο διπλωμένο κοκκινωπό φύλλο του ανοιχτού παραθυριού, πέφτει το βλέμμα σε μια αράχνη σχεδόν αιθέρια, σαν δουλεμένη σε καπνό, που κείτεται σε απόλυτη ακινησία πάνω στο ξύλο, στο μισό μέτρο ύψος από το μέτωπο του ανθρώπου. Το λιόγερμα εξαπολύει μια επιμήκη, χαμηλωμένη κιτρινωπή λάμψη πάνω στην ήρεμη υφάντρα λες και τη σημαδεύει. Εκείνη έχει νιώσει, αναμφίβολα, τη ζεστή ηλιακή ανάσα • τεντώνει ένα από τα άκρα της με νυσταλέα, τεμπέλικη βραδύτητα και κατόπιν επιδίδεται στο κατηφόρισμά της με αδιάκοπα βήματα, μέχρι που μένει ακίνητη στο επίπεδο του γενιού του τύπου, με τρόπο που, καθώς εκείνος μασάει, φαίνεται σαν να κατάπιε το ζωύφιο.
Κάποια στιγμή τελειώνει με το φαγί του, και αυθωρεί το ζούμπερο πλευρίζει τρέχοντας προς τους μεντεσέδες από το χέρι του που είναι στη δεξιά μεριά της πόρτας, ακριβώς τη στιγμή που ο φυλακισμένος το αρπάζει μεμιάς. Κάτι έχει συμβεί. Ζυγώνω, ανοίγω ξανά την πόρτα, εξετάζω πέρα ως πέρα τους μεντεσέδες και συναντιέμαι με τη δύστυχη περιπλανώμενη, να ‘χει θρυμματιστεί σε σκόρπιες ίνες.
Μακέλεψες μια αράχνη – λέω με εμφανή έξαψη στον αυτουργό.
_ Όντως; με ρωτά αδιάφορα. Εντάξει, τότε : εδώ υπάρχει ένας αηδιαστικός ζωολογικός κήπος.
Και αρχίζει να κόβει βόλτες , σαν να μη συμβαίνει τίποτα κατά μήκος του κελιού αποβάλλοντας μέσα απ’ τα δόντια του υπολείμματα τροφής που τα φτύνει σωρηδόν.
Η δικαιοσύνη! Η ιδέα αυτή γυρίζει στο μυαλό μου.
Εγώ ξέρω πως ετούτος ο άνθρωπος μόλις φόνευσε ένα ον ανώνυμο, ωστόσο πραγματικό και ζωντανό. Είναι η περίπτωση του άλλου που, δίχως να το συνειδητοποιεί, φέρεται στον αθώο συγκρατούμενο σαν να ‘ναι της συνομοταξίας των εγκληματιών. Δεν αξίζει λοιπόν και στους δυο να δικαστούν για τα συγκεκριμένα γεγονότα; Ή μήπως o μηχανισμός της δικαιοσύνης δεν προσιδιάζει στο ανθρώπινο πνεύμα; Οπότε πότε ο άνθρωπος γίνεται δικαστής του ανθρώπου;
Ο άνθρωπος, που αγνοεί σε ποια θερμοκρασία, με ποια επάρκεια λαμβάνει τέλος κάτι κι αρχίζει κάτι άλλο • που αγνοεί από ποια απόχρωση και μετά το λευκό είναι λευκό και μέχρι πού • που δεν ξέρει κι ούτε θα μάθει ποτέ ποια ώρα ξεκινάμε να ζούμε , ποια ώρα ξεκινάμε να πεθαίνουμε, πότε κλαίμε, πότε γελάμε, πότε ο ήχος συνορεύει μ’ εκείνον τον σχηματισμό των χειλιών που λένε εγώ…., δεν θα φτάσει, δεν θα καταφέρει να φτάσει να μάθει μέχρι ποιον βαθμό αλήθειας ένα γεγονός, αξιολογημένο ως εγκληματικό, είναι εγκληματικό. Ο άνθρωπος που αγνοεί ποια στιγμή το 1 παύει να είναι 1 και αρχίζει να γίνεται 2, που ακόμη και εντός της μαθηματικής ακρίβειας στερείται την ακατάκτητη πληρότητα της σοφίας, πώς θα μπορέσει να καταφέρει να ορίσει τον ουσιαστικό δολοφονικό χαρακτήρα ενός συμβάντος μέσα από ένα στημόνι κινήτρων του πεπρωμένου, μέσα στον μηχανισμό δυνάμεων που κινούν υπάρξεις και πράγματα ενάντια σε υπάρξεις και πράγματα;
Η δικαιοσύνη δεν είναι ανθρώπινη λειτουργία. Δεν μπορεί να είναι. Η δικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της σιωπηλά, πολύ πιο βαθιά από τα όλα μύχια των δικαστηρίων και των φυλακών. Η δικαιοσύνη-ακούτε το καλά άνθρωποι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη!- λαμβάνει χώρα σε υπόγεια αρμονία, στους αντίποδες των αισθήσεων, των εγκεφαλικών παλινδρομήσεων και των αγορών. Ακονίστε καλύτερα την καρδιά! Η δικαιοσύνη περνάει κάτω από όλες τις επιφάνειες και πίσω από όλες τις πλάτες. Αφουγκραστείτε πιο προσεχτικά την αναπόφευκτη τυμπανοκρουσία της, και θα αντιληφθείτε ένα δυναμικό και μοναδικό κύμβαλο που, στην ισχύ της αγάπης, διαμορφώνεται εις διπλούν• το ακαθόριστο και αβέβαιο κύμβαλο της , έτσι καθώς ακαθόριστος κι αβέβαιος είναι ο βηματισμός του αδικήματος ή αυτού που χαρακτηρίζεται αδίκημα απ’ τους ανθρώπους.
H δικαιοσύνη έτσι είναι αλάθητη • όταν δεν βλέπει μέσα από τα χρωματιστά κάτοπτρα των δικαστών • όταν δεν είναι γραμμένη σε κώδικες • όταν δεν υφίσταται η αναγκαιότητα των φυλακών και των δεσμοφυλάκων.
Η δικαιοσύνη, λοιπόν, δεν αποδίδεται, δεν μπορεί να αποδοθεί από ανθρώπους, ούτε ενώπιον των ανθρώπινων οφθαλμών.
Κανείς δεν είναι παραβάτης ποτέ. Ή όλοι είμαστε πάντα παραβάτες.
Escalas, 1923
Cesar Vallejo (Perú, 1892-1938)
μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου