Τ’ αστέρια έχω πάψει να τηράω
κεριά σβησμένα στη[ν] πνοή του ανέμου
κι αφ’ τις πληγές τρελός που σπαρταράω
σ’ εσέ για λίγο φως πέφτω, Θεέ μου.
Φωτιά, που τους αιώνες σπίθες βγάνεις
ο νους που δε σε νιώθει μα η καρδιά μου,
νύχτα και μέρα ολόγυρα που φκιάνεις
και ξαγρύπνια μες στα σωθικά μου.
Με βλέπεις; Σ’ εσέ έρχομαι σαν γυιος σου
ζητώ κληρονομιά την ευτυχία
από το ακατάλυτο το βιος σου.
Που πήρα εντός μου κάτι από σένα
στέκω γι’ αυτό με μι’ άγρια ησυχία
σκληρός σ’ εσέ, όπως εσύ σε μένα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου