Αγαπάω τη γύμνια σου
γιατί γυμνή από τους πόρους σου με πίνεις
σάμπως τεράστια τείχη από νερό να με καταποντίζουν.
Τα σύνορα γκρεμίζει η γύμνια σου στην θέρμη της,
μου ανοίγει διάπλατες τις πόρτες για να σε μαντέψω,
με παίρνει απ’ το χέρι σαν το παιδί που έχασε το δρόμο του
κι απάνω σου εμπιστεύτηκε τους φόβους τα γιατί του.
Γλυκό το δέρμα σου στη γεύση του αλατιού το ανασαίνω το αργοπίνω
γίνεται σύμπαν μου, σύμβολο πίστης που με τρέφει·
μια λάμπα με αρώματα που την κρατώ ψηλά σαν τον τυφλό
όταν πλάι στα σκοτάδια οι πόθοι με αλυχτάνε.
Όταν με γδύνεις με τα μάτια κλειστά
χωράς μες σε μία κούπα που την αγγίζω με τη γλώσσα μου,
μέσα στα χέρια μου χωράς σαν το επιούσιο ψωμί,
κι είσαι απ’ το σώμα μου αναπόσπαστη σαν τη σκιά της ύπαρξής του.
Τη μέρα που θα πέθαινες θα σε απόθετα ολόγυμνη στη γη
για να σκορπίσεις άχραντη στο χώμα,
για να μπορώ το δέρμα σου να το γεμίζω με φιλιά μέσα στους χίλιους δρόμους,
για να σου πλέκω τα μαλλιά σπαρμένα σε όλα τα ποτάμια.
Τη μέρα που θα πέθαινες θα σε απόθετα ολόγυμνη στη γη
σαν τότε που ξαναγεννήθηκες ανάμεσα στα πόδια μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου