Μη με προσμένεις πια να 'ρθω στο βουερό ακρογιάλι,
την αμμουδιά να πάρουμε, να φτάσουμε ώς το μώλο·
στην καταχνιά της θάλασσας και την ανεμοζάλη
σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
ν΄αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης,
να κρούει το παραθύρι μας ο αγέρας, το νεράκι,
κ' εσύ δειλά κι αμίλητα στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ' αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια·
ν' ανιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες,
πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κ' έτσι, στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη,
μες στ' όνειρο θ' αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
τα ρόδα τ' απριλιάτικα που πια μας τα 'χουν πάρει
η μοίρα μας κ' οι ξένοι.
Πηγή: Τέλλος Άγρας (επίμ.), Οι νέοι. Εκλογή από το έργο των νέων ποιητών 1910-1920, Ελευθερουδάκης, 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου