Ξοφλημένος
Γύρευα νὰ πληρώσω.
Ἔτρεχα ἀγωνιωδῶς σ' ὅλα τὰ ταμεῖα.
Τί χρωστάω, ρώταγα, μὲ περισσὴ ἀγωνία.
Νὰ πληρώσω, τί χρωστάω.
Ρώταγα τοὺς πάντες:
Τί χρωστάω!
Μὲ κοίταζαν περίεργα.
Στὴν ἀρχὴ κάποιοι μου ἔκαναν λογαριασμό.
Τρεῖς τὸ λάδι τρεῖς τὸ ξύδι.
Πλήρωσα ἕξι τὸ ξυδόλαδο.
Μ' εἶπαν κορόιδο!
Δὲν εἴμουνα κορόιδο μὰ δὲ μ' ἔνοιαζε.
Πλήρωσα ἕξι τὸ ξυδόλαδο.
Ὅμως ἐπέμενα:
Τί χρωστάω;
Κάποιοι μὲ κοίταξαν παράξενα.
Κάποιοι μοῦ ἔφεραν λεφτά.
Μὲ ρώτησαν τί χρωστᾶνε!
Ἐ γ ώ χρωστάω, εἶπα!
Μὲ ξανακοίταξαν παράξενα.
Βέβαια, σκέφτηκα, τέτοια ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε!
Τί ἐρωτήσεις εἶν' αὐτές!
Κύριε, μοῦ εἶπ' ἕνα γκαρσόνι,
δὲν χρωστᾶτε τίποτε,
εἶστε γιὰ πάντα καὶ τελείως
ξοφλημένος!
Στοὺς δρόμους
Τὶς ὦρες ποὺ οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται
ψάχνω νὰ βρῶ τὸν ἑαυτό μου
γυρνῶντας ξανὰ
στοὺς δρόμους
ποὺ χάραξα μὲ τὴν καρδιά μου,
ποὺ μοῦ χαράξαν τὴν καρδιά.
Πραγματικότητα
Οἱ ἐλπίδες μας,
τὰ ὄνειρά μας,
οἱ πόθοι μας,
τὰ ἰδανικά μας,
οἱ προσδοκίες μας δὲν εἶναι τώρα
παρὰ μιὰ
πραγματικότητα!
Ἄλλο δὲ μένει ἀπ' τὸ νὰ τὴ μελετήσουμε,
νὰ τὴν κρίνουμε,
νὰ βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας.
Ὕστερα θὰ τυπώσουμε βιβλίο,
σὲ κάποιο ράφι τῆς βιβλιοθήκης
νὰ σκονίζωνται.
Ἄνευ ὅρων
Ξαφνικά, κεῖ ποὺ πολεμᾶς,
σκαρφαλώνει, ὡς πάνω τὴν ἔπαλξη,
ἡ τρυφερότητα,
ἡ συμπάθεια,
ἡ κατανόηση.
Τότε,
παρὰ ποὺ νικοῦσες,
παραδίνεσαι ἄνευ ὅρων!
Ἂς ποῦμε
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε ἄλλο νὰ φᾶμε,
νὰ πιοῦμε, νὰ γλεντήσουμε, νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε ἄλλη ἄνεση,
καλὰ παπούτσια, ροῦχα, αὐτοκίνητα.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε ταξίδια
σὲ χῶρες ξωτικές, ὀνειρεμένες.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε κοπέλλες
ὄμορφες, νόστιμες, τρελλές,
δυναμικὲς κι ἀδύναμ' ἀπροστάτευτες,
νἄχουνε στῆθος τρυφερὸ
μὲς στὴν ἁφὴ
καὶ τρυφερώτερο στὸ στόμα.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε νὰ διαφεντέψουμε τὸν
[κόσμο
κ' ἡ γνώμη μας ἡ πιὸ καλὴ
νὰ ἀγκαλιάσῃ ὄχι μονάχα τὸν πλησίον,
τὸ σύλλογο, τὴν πόλη ἢ τὴ χώρα
μὰ τὸν πλανήτη ἀκόμα καὶ τ' ἀστέρια.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε τὸ χρόνο
οὔτε νεκρὸ μὰ μήτε
ζωντανὸ -χρησιμοποιημένο
ἄριστα ὡς τὸ τελευταῖο του λεπτό.
Ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε
παρὰ μιὰ νότα,
μιὰ πινελιὰ Βὰν Γκόγκ,
Χριστοῦ τὸ δάκρυ,
στὸ Ἐλαιῶν τὸ ὄρος –
παρελθέτω –,
τὸ σφύριγμα ἂς ποῦμε,
τὴν ἀρχὴ σφυρίγματος, τοῦ πλοίου,
καθὼς σαλπάρει γιὰ τὴν Αὐστραλία,
μιὰ παπαροῦνα ποὺ δειλὰ θ' ἀνοίξῃ
[καταντροπιασμένη,
στὴν ἄκρη τοῦ θαλάσσιου γκρεμοῦ μιὰ πεταλίδα,
τὸ τζζ τοῦ τζιτζικιοῦ ποὺ πρωταρχίζει,
ἂς ποῦμε καληνύχτα στοὺς ἀνθρώπους,
μιὰ νύχτα ποὺ νὰ ξημερώσῃ ἄ λ λ η μέρα
ἂς ποῦμε πὼς δὲν θέλουμε τὸ θάνατο.
Ὑγεία
Βλέπω ἑκατομμύρια κρανία,
σωροὺς στοιβαγμένα,
τελευταῖο ἴχνος
στὸ θεραπευμένο πλανήτη.
Χαζεύω τὰ παιδιά...
Χαζεύω τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουν
στὸ γειτονικὸ τσιμέντο.
Τ' ἀγόρια κρατοῦν ξύλινα πιστολάκια.
Αἰσθάνονται περήφανα, δυνατά.
Κάνουν πὼς πυροβολοῦν τὰ κορίτσια.
Κ' ἐκεῖνα ἄλλοτε πέφτουν χάμω,
νεκρὰ τάχα,
ἄλλοτε κυνηγιοῦνται
καὶ τὰ πιάνουν οἱ ἔνοπλοι αἰχμάλωτα
καὶ τ' ἀναγκάζουν,
ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ὅπλου,
νὰ προχωροῦν.
Μιὰ φωνή
"Τὰ παιδιὰ παίζουν!"
Διόλου δὲν παίζουν τὰ παιδιά...
Εἶναι κάτι ποὺ λείπει...
Εἶναι κάτι ποὺ λείπει ἀπ' τὸ γραφτό...
Μὴ κοιτᾶς ποὺ διαβάζουμε μετά...
Σὰ γράφω νιώθω πὼς κάτι λείπει, πὼς
μιὰ πνοὴ ξεφεύγει, πὼς
εἶναι γραφτὸ ἐνῷ ζῶ,
ἐνῷ ὅλοι ζοῦμε καὶ δὲν εἶναι
τώρα γιὰ νὰ γράφουμε...
Ἀπογοητεύομαι καὶ σταματάω.
Δὲ σκίζω, δὲ σβήνω.
Βλέπω μετὰ τὸ πρόσωπό μου
στὰ μικρὰ τοῦτα θραύσματα.
Κάποτε κιόλας κλαίω,
μὰ σὰ γράφω ἀπογοητεύομαι,
καὶ σταματάω,
καὶ παίρνω τοὺς δρόμους...
Ζώνη ασφαλείας
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Σοφιανού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου