«Έλα» μου λέει και τρέχει βαθιά στο πυκνό δάσος.
Λάμπει στα μάτια της μια υπόσχεση, σταματάμε στη
μέση του πουθενά, ανοίγει μια πόρτα μυστική, μπαίνουμε
στον παράδεισο.
«Μην ξεχάσεις το σύνθημα» μου λέει, «ποιο σύνθημα;»
τη ρωτώ. «Το υστερόγραφο» μου απαντά και μου θυμίζει
το πρώτο φιλί. «Μου αρέσει να χάνομαι μαζί σου».
Την πλησιάζω και την κοιτώ, λαμπυρίζουν στα μάτια
της θαλασσινά νερά, χάνομαι κι εγώ στους βυθούς της,
γίνεται λευκή σε μαύρο φόντο. «Θα παίξουμε» λέει ξανά,
δείχνει τον έρωτα και τον θάνατο, «στα όρια» μού φωνάζει,
«αν με νικήσεις θα σου δοθώ, αν σε νικήσω θα μου
δοθείς».
Μένουμε εκεί, μετέωροι και ισόπαλοι, χυνόμαστε ο ένας
στον άλλο, «ό,τι σε υψώνει στους ουρανούς, θα σε βυθίσει
στο μαύρο πηγάδι», ποιος μίλησε;
Απόκριση καμία· πώς να λογαριάσεις τον κίνδυνο μες
στην απέραντη ηδονή; Ακούγεται κραυγή δυνατή, σπάει το
κύμα κι ανθίζει ευδαίμων η εποχή της επιθυμίας, ώσπου,
ξυπνώ μια μέρα άλλη, αλλόκοτη, πάω στο δάσος, μόνος,
λέω το σύνθημα· ακινησία. «Πού είναι ο παράδεισος;»
Έρχεται αυτή, «τον έκλεισα» μου λέει και φεύγει φορώντας
την πέτρινη μάσκα· ποτέ δεν έμαθα.
Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο, Ολόριο, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου