ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Γεννήθηκα από πρόσφυγες γονιούς
σ'ένα συνοικισμό
στο Βύρωνα
στα χίλια εννιακόσια τριάντα.
Όλα τ'αζώηστα ετούτα χρόνια μου
τα έζησ' από τότες στην Αθήνα.
Σπούδασα στο Σχολείο του Πουθενά
κι εργάστηκα στο Μαγαζί του Τίποτα.
Είπα πολλές φορές
το Ναι.
Δεν είπα όσες έπρεπε
το Όχι.
Έγραψα στίχους πάνω σε ντουβάρια
και κάτι λίγους πάνω σε χαρτιά.
Τύπωσα και κυκλοφόρησα
τ'αχνάρια απ'τις πατούσες μου
στην άκρια της στεγνής άμμου
προτού να φτάσει ως εδώ
η ωραία πλημμυρίδα
του Αύριο.
Και
βέβαια
πέθανα πριν να γεννηθώ
αφού κάθε φορά αρνιόμουνα
για των πολλών τα δίκια να πεθάνω.
**********
ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Είναι και κάποιοι στίχοι
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να εκφράζονται
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να μιλούν σωστά
τη γλώσσα του ποιητή τους
ώστε να γίνουν ποίημα.
Και απομένουν στεναγμοί.
**********
ΚΑΘΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΝΗΣ
Καθώς που εφάνης χτες πρωί
ομπρός στην πόρτα της Ζωής
κι έκλαψες, γιε μου, παρευθύς
το Κλάμα, ως λεν, της Ζήσης
σκέφτηκα κι είπα μια στιγμή:
- «Να που γεννιόμαστε σοφοί»
**********
ΜΕ ΧΩΜΑ
Με χώμα, το λοιπόν.
Μας έκανε με χώμα.
Όμως δίχως νερό;
Που πάει να πει
μας έκανε με λάσπη.
Μ'αν είναι έτσι όπως τα λες
τώρα εξηγούνται όλα!
**********
ΑΙΝΙΓΜΑ
Ζει μ'εξημερωμένα πια κατοικίδια ζώα
όμως αυτός δεν έχει εξημερωθεί ακόμα
**********
ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ
Εγώ γιατί ν'ανησυχώ
Εσύ γιατί ν'ανησυχείς;
Σαν φτάσει κάποτε η στιγμή
που όλη η Γη θ' αφανιστεί
ο τελευταίος άνθρωπος
για όλους και όλα ας ντραπεί!
**********
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Πόσους και πόσους
δε ρώταγα ολοζωής
- Πάω καλά αποδώ, πατριώτη;
Και όλοι τους μου έλεγαν
- Ναι, ναι καλά πηγαίνεις!
Κανείς τους δε με ρώτησε
- Πού θες να πας παιδί μου;
**********
ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Όχι, παιδί μου, αυτήν.
Όχι, την Ποίηση, όχι!
Παντρέψου όποιαν άλλη.
**********
ΤΟ ΣΚΑΜΝΙ
Ολοζωής
δε γύρευε άλλο
παρά μονάχα ένα σκαμνί.
Ν'ανέβει εκεί
να μας μιλήσει
να πει αυτά που 'χε να πει.
Τώρα που το 'χει το σκαμνί
στον όποιο λάχει το νοικιάζει
και τον παλιό του εαυτό θυμάται και σαρκάζει
**********
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ
- Και που λες, αυτά ο Θανάσης
που ελαφρύ το χώμα να 'χει.
- Ώστε πέθανε και πάει
κι ο καημένος ο Θανάσης!
- Ό,τι πεις κι ό,τι να κάνεις
κι η δικιά μας ώρα θά ρθει.
- Ο Θεός ίδιος μπακάλης
ό,τι γράφει δεν ξεγράφει!
- Στου καθένα το λυχνάρι
μετρημένο ειν' το λαδάκι.
- Βρε το δόλιο το Θανάση
τι του έμελλε να πάθει!
- Φεύγει ο ένας, άλλος φτάνει
κι η ζωή πιο πέρα πάει!
- Ώστε πέθανε ο Θανάσης.
Μα ο Θανάσης, ποιός Θανάσης;
**********
ΣΥΝΑΞΗ ΠΟΙΗΤΩΝ
Σ'αυτή την πένθιμη γιορτή
δε θα πρεπε να 'χα βρεθεί
ούτε για μια μόνο στιγμή
ακόμα και σαν θεατής.
Ήμαστ' εκεί τόσοι πολλοί
τόσοι τυφλοί, τόσοι κουφοί
τόσοι κουτοί, τόσοι τρελοί
κι όλοι μας τόσο μοναχοί!
Θέση αδειανή που να βρεθεί
θλιμμένη εσύ και σκεφτική
- Ποίηση αφέντρα Σεβαστή -
ανάμεσα μας να σταθείς
να μας θρηνήσεις σιωπηλή
**********
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΣ
Ολημερίς χαϊδεύουμε τις φτερούγες του
κι ολονυχτίς χαϊδολογάμε την ουρά του
**********
Η ΠΟΡΤΑ
Αυτά τα τέσσερα ντουβάρια
τά 'φκιασες, μάστορα, πολύ γερά.
Αυτά τα δυο μου παραθύρια
το ίδιο τά 'φκιασες καλά κι αυτά.
Όμως γιατί έβαλες στη μέση
αυτή την πόρτα να με τυραννά;
Ξέρεις τι είναι να 'χεις πόρτα
χωρίς ελπίδα να σου τη χτυπάν;
**********
ΜΝΗΜΗ
Το πρώτο πιάτο
απ'το φαΐ της μάνας μου
ήτανε πάντα για τον ξένο.
**********
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Δεν ξέρω
αν με θυμάσαι πια.
Για να σε βοηθήσω
είμαι: εσύ!
**********
ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΥΜΑΙΕΣ
Χρόνια και χρόνια τώρα
κάθομαι με τις ώρες και κοιτώ
όλους αυτούς που στέκονται
στις προκυμαίες των λιμανιών
κι αφήνονται να βλέπουνε
- ετσι νομίζουνε οι ίδιοι -
το γαλανό νερό της θάλασσας
τις βάρκες, τα καΐκια, τα καράβια.
Μα μήτε βλέπουν το νερό
μήτε τα πλεούμενά του.
Βλέπουν ναυάγια των καιρών
τους πόθους και τα όνειρά τους.
**********
Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ
- Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
- Είμ' ακριβώς σαρανταδυό.
- Σαν λίγα δε μ' ομολογάς;
- Μωρ', τ'αγοράζεις και ρωτάς;
- Θαρρώ δε μου τα λες καλά.
- Τόσα έχω ζήσει στα σωστά.
- Άσπρα σου γίναν τα μαλλιά.
- Δεν είναι άσπρα, είναι σταχτιά.
- Είναι τα μούτρα σου ζαρά.
- Είν' απ'τα γλέντια τα πολλά.
- Τα κόκαλά σου 'ναι σκεβρά.
- Απ' τους χορούς κι απ' τα πιοτά.
- Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
- Είμ' ακριβώς σαρανταδυό!
Εξόν...
τα εικοσιδυό που δε μετρώ
Άι-Στράτη, Ανάφη, Κορυδαλλό.
Δεν τα ζησα και τα ξεχνώ.
**********
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Μοναξιά είναι
κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπά
να ξέρεις οτι κάποιος άγνωστος
σχημάτισε τον αριθμό σου κατά λάθος
Μοναξιά είναι
να μην έχεις κανέναν άλλο να μιλάς
παρά μια γλάστρα στο παράθυρο
με κάποια ξεραμένη από καιρό βιγόνια
Μοναξιά είναι
κάθε χρονιά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς
να γράφεις στίχους επιτάφιους
για όσα χρόνια φύγανε μα κι όσα χρόνια θα 'ρθουν.
Μοναξιά είναι
σαν έρχεται κάθε φορά η Πασχαλιά
αδάκρυτος δυο κόκκινα αυγά
μονάχος σου το'να με τ'άλλο να τσουγκρίζεις
**********
ΕΞΟΔΙΟ
Και μια που φτάσαμε στο τέλος
- τ'ήθελες τώρα και ρωτάς; -
θα σου απαντήσω με ειλικρίνεια:
δεν το κατάλαβα το έργο.
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της Καλλιόπης Μπαγουλή https://www.facebook.com/CalliopeMpagouli/posts/pfbid095Zb8PJmnLfLTtHA11M526vtB9oZYo1EsfA8KKjireqkbEAtPT9Bqo5WwwoHnFPrl
ΔΙΣΤΙΧΟ
Σκέψεις μου αγριοπερίστερα
στους βράχους της ερμιάς μου.
Κάποτε Άγγελοι, 1998.
ΣΥΝΕΙΡΜΟΣ
Κάθε φορά που αλλάζω πουκάμισο
Πάει το μυαλό μου στ’ άλλα φίδια.
Ο Θάνατος του Καλοκαιριού, 1992
Ακόμα κι αν κατακτηθούν
τ' άστρα απ' τους αστροναύτες
δικά τους δε θα γίνουνε ποτέ.
Στους ποιητές θ' ανήκουν πάντα.
Ως Εν Παρόδω, 1999
ΤΡΙΣΤΙΧΟ
Τράβηξε πίσω του την πόρτα.
Μα δε θυμάται διόλου πιά:
κλείστηκε όξω, ή, μέσα;
Κάποτε Άγγελοι, 1998
ΔΙΣΤΙΧΟ
Μονάχα εσένα προσκυνώ
Βασίλισσα – Αμφιβολία.
Κάποτε Άγγελοι, 1998
ΔΙΣΤΙΧΟ
Μετά τον Όμηρο
Πως νάσαι Ποιητής!
Κάποτε Άγγελοι, 1998
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Τις μέρες μου τις ζω εδώ.
Τις νύχτες μου στη Σμύρνη.
Κάποτε Άγγελοι, 1998
ΚΑΠΟΤΕ ΑΓΓΕΛΟΙ
Κι απ’ την πολλή αχρησιά τους
Έγιναν τα φτερά μας χέρια.
Κάποτε Άγγελοι, 1998
Ο ΑΛΛΟΣ
Εδώ και λίγο το πουλί
-αυτός ο άλλος του εαυτός-
μοιάζει να θέλει να τον φάει!
Ευθύς Λόγος, 1997
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ…
Θα έπρεπε να μας αρκεί
Και μοναχά ο Ήλιος.
Μα, να που ο καλός Θεός
-σπάταλος στην αγάπη του-
προπάντων για τους ποιητές
έφτιαξε και Φεγγάρι.
Ευθύς Λόγος, 1997
Ισορροπούσε πολύ καλά.
Ώσπου κατάλαβε αίφνης
πως κάτω απ’ τα πόδια του
το σχοινί δεν υπήρχε.
Ευθύς Λόγος, 1997
Σκάλα
που οδηγείς;
Πάνω ή κάτω;
Ευθύς Λόγος, 1997
Απ’ το: αγαπάς
ως το: μισείς
λίγος ο τόπος.
Ευθύς Λόγος, 1997
Υπάρχει Τρέλα πιο τρελή
από τη λογική μας;
Ευθύς Λόγος, 1997
Καμιά φορά, τι ανασφάλεια
νιώθει κανείς μέσα στο πλήθος!
Ευθύς Λόγος, 1997
Ενέχυρο, για τίποτες
μη βάζεις την ερμιά σου.
Ευθύς Λόγος, 1997
Μας συντηρούν τα όνειρα
μας φθείρουν οι εφιάλτες.
Ευθύς Λόγος, 1997
ΕΝΝΟΙΑ ΣΟΥ!
Έννοια σου, δε χανόμαστε.
Στο πρώτο ανεμογύρισμα
θα μ΄ εύρεις να σε καρτερώ
καθώς πάντοτε εντός σου.
Ευθύς Λόγος, 1997
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ
Ναι, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο
οι έχθρες μας να μας τιμούν
και οι φιλίες μας να μας ατιμάζουν.
Ευθύς Λόγος, 1997
ΕΓΩΠΑΘΕΙΑ
Ό,τι υπάρχει και γυρνά
γύρω απ’ τους εαυτούς μας
το λέμε: Κόσμο ή Σύμπαν!
Ευθύς Λόγος, 1997
ΚΙ ΟΜΩΣ
Κι όμως
δεν έπρεπε
να μου θυμώσ’ η θάλασσα
μόνο και μόνο γιατί με άκουσε
να λέω πως χρωστά το χρώμα της
στον ουρανό που στέκει πάνωθέ της.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Τι μ’ έπιασε, τι τόθελα;
Πώς μούρθε κι αποφάσισα
τη χθεσινοβραδινή μου ιχνηλασία;
Και, να, που ως ακλούθαγα
τα χνάρια κάποιου αγριμιού
έφτασα στη μονιά μου την ίδια!
Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996
ΚΑΙ ΟΜΩΣ!
Και όμως!
Όλες μας οι προδιαγραφές
μας όριζαν για ανθρώπους.
Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Και στην παλιά μας
και στη νέα πρωτεύουσα
θεόρατο, βλέπεις, το άγαλμά του.
Αγέρωχος, βαρύθυμος, αγριερός
ο Γέρος του Μοριά
κάτι σαν να μας γνέφει
κάτι σαν να μας δείχνει
με το δάχτυλο του δεξιού του.
Κι αναρωτιέμαι καμιά φορά:
δεν θάτανε, ίσως, ελόου του
πιο αληθινός, πιο πειστικός
ο Γέρος του Μοριά
-ως άγαλμα, θέλω να πω-
αν τάχε ανοιχτά στα μούτρα μας
όλα, τα δέκα δάχτυλά του;
Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996
ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Διάλεξε:
ή
με το νου σου
ή
με την καρδιά σου.
Με δυο πυξίδες
Θα βουλιάξεις!
Αγνώστου Διαμονής, 1995
ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ
Του έλεγαν κάθε φορά
-Ξεκίνα εσύ την Επανάσταση
κι ερχόμαστε κι εμείς ξοπίσω.
Όλοι τους τώρα τον μισούν
που η Επανάσταση δεν πέτυχε.
Κι ας ξέχασαν… ν’ ακολουθήσουν.
Αγνώστου Διαμονής, 1995
ΚΑΪΝ ΚΑΙ ΑΒΕΛ
Άλλο κι αυτό!
Πως το μπορούν ακόμη σήμερα
να τους μετρούν για δυο;
Πίστεψέ με:
ο Κάιν και ο Άβελ
ήταν και είναι πάντοτε ένας.
Αγνώστου Διαμονής, 1995
Καλά τα πήγα ως τώρα με τα λόγια.
Καιρός να τάβρω και με τη σιωπή.
Μοναχόλυκος, 1994
ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Πάρε βοριά! Πάρε Νοτιά!
Πάρτε καλοί μου αγέρηδες
τους στίχους μου τα άχυρα
να τους σκορπίστε πέρα.
Κι αφήστε μου την ευωδιά
απ’ τις στιγμές του ονείρου.
Μοναχόλυκος, 1994
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Όσο γερνάς
κι όσο γερνώ
όλο και περισσότερο
εκείνο το άλλο
το αθώο παιδί
που το σκοτώσαμε
κι εσύ κι εγώ
-κάποια φορά κι έναν καιρό-
για να υπάρχουμε οι δυο μας τώρα.
Έλα μην κάνεις τον κουτό!
Μιλώ για κείνο
το αθώο παιδί
-θυμάσαι;-
τον καλό εαυτό μας.
Καιρός της Άπνοιας, Αθήνα 1987
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Οι… φρόνιμοι, οι… γνωστικοί.
Αυτοί πρώτοι καρπώνονται
απ’ των τρελών την τρέλα.
Μοναχόλυκος, 1994
ΚΑΛΑ ΕΙΜ’ ΕΔΩ
Καθημερνά ηλιογιορτή.
Καθημερνά σεληνοφώς.
Καλά είμ’ εδώ. Καλά είμ’ εδώ.
αν βγω να πάω στην πολιτεία
πρέπει να κατεβώ εκατόν δέκα σκαλιά.
Αν πάλι χρειαστεί να επιστρέψω
Πρέπει ν’ ανέβω εκατόν δέκα σκαλιά.
Δειλιάζω, αναρωτιέμαι, αναβάλλω.
Αν δε φτουράω στον ανήφορο
Μήτε και τον κατήφορο αγαπάω.
Καλά είμ’ εδώ. Καλά είμ’ εδώ.
Καθημερνά ηλιογιορτή.
Καθημερνά σεληνοφώς.
Και είμαι σιμά και στο Θεό!
Κράταμ’ εδώ κοντά σου
Ποίηση
Στην αχυρένια μας στρωμνή
-της μοναξιάς εορταστή-
σε τούτο εδώ το ανεμόκαστρο
να σε λατρεύω, να σε προσκυνώ
να σε αγαπάω.
Αγνώστου Διαμονής, 1995
ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΣ
Δώσανε, λένε, κάποτε
στον Κόσμο τον Πολιτισμό.
Αγνώστου Διαμονής, 1995
ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Θεό και Ποίηση;
Πολλές φορές τους σίμωσα
Μα δεν τους άγγιξα ποτέ μου!
Αγνώστου Διαμονής, 1995
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Δεν είναι μόνον ο ερχομός.
Να ‘ρθω;… Μα πώς;…
Τον έχεις σκεφτεί ποτέ
Και ξέρεις, η απόσταση
του δρόμου της επιστροφής
είναι πάντοτε πιο μεγάλη.
Πολύ περισσότερο μάλιστα
όταν μέσα στο όνειρό μου
δεν έχει βγει φεγγάρι…
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΟΡΙΣΜΟΣ
Ποιητές: άμισθοι φύλακες
σε αποξεχασμένους φάρους
που εκπέμπουν νύχτια σήματα
γι’ ανθρώπους, ίσως, ανύπαρκτους.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους ποιητές
εισπράττουν «μνήμην αιωνίαν»
καθυστερούμενους μισθούς
καθώς και επίδομα ερημίας.
Καιρός της Άπνοιας, 1987
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Πόσους και πόσους
δε ρώταγα ολοζωής
-Πάω καλά αποδώ, πατριώτη;
-Ναι, ναι καλά πηγαίνεις!
Κανείς τους δε με ρώτησε
-Πού θες να πας, παιδί μου;
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
Ο ΦΟΝΟΣ
Κανέναν μην ακούς!
Πρώτα είναι ο φόνος.
Η δίψα για το αίμα.
Ύστερα όλα τ΄ άλλα:
διαφορές σε γνώμες
σε ιδέες και πίστες.
Απλά εφευρήματα είν’ αυτά
και απλές δικαιολογίες όλα!
Κανέναν μην ακούς.
Πρώτα είναι ο φόνος.
Η δίψα για το αίμα.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΔΕΝ ΕΤΥΧΕ;
Δεν έτυχε ν’ ακούσεις
εκείνο το πατερικό
«Φεύγε και σώζου»;
Τί διεύθυνση μου ζητάς;
Εδώ και κάμποσο καιρό
κατοικώ μόνον εντός μου.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΣΤΙΓΜΗ
ΤΑ ΣΚΙΑΧΤΡΑ
Σκέψου!
Ακόμα κι αυτά τα ψεύτικα
–από άχυρα φτιαγμένα και πανιά–
τρομάζουνε και διώχνουν τα πουλιά.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΠΟΛΥΚΟΣΜΙΑ
Θα τον πετάξω τον καθρέφτη αυτό.
Κάθε φορά που εμπρός του θα περάσω
νομίζω τον εαυτό μου κάποιον άλλο.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ
Αν βρίσκονται οι κάκτοι και υπάρχουν
είναι γιατί φορούν κατάσαρκα
τ’ αγκάθια που φυλάγουν τα κορμιά τους.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΜΟΥ ΑΡΚΟΥΝ
Φίλοι;
Μου αρκούν οι δυο
που μου απόμειναν:
ο Όνειρος και η Νύχτα.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989
ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΝΟΙΑΣ
Άπνοια…
Από σημαίες ούτε μια
δεν τραγουδά
Κι ούτε καμιά φωνή μιλά
σ’ όποια καρδιά
κάποιαν υπόσχεση να φέρει από πέρα.
Σαν τι να θέλει να μας πει
με τη σιωπή
ο άθλιος αυτός καιρός της τόσης άπνοιας;
Μην ήρθε, τάχα, η στιγμή
να στρέψουμε
στο μέσα κόσμο μας τα μάτια και τα’ αυτιά μας;
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Τσιμπλιάρες και θεόκουφες
σηκώνουνται τ’ άλλο πρωί
-πορνόγριες, στα χάλια τους!-
σ’ άλλους αφέντες δούλες…
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
Οι ποιητές και οι τρελοί
το έχουν το προνόμιο˙
μπορούν να ονειρεύονται
και μέσα στα όνειρά τους.
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
Σημείο αναφοράς
το ίδιο πάντοτε
σημείο: ο σολέας.
Εκεί το πάντρεμα.
Εκεί ο στερνός σταθμός
πριν απ’ το χώμα-τέρμα.
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ανάμεσα στις γραμμές
των στίχων του ποιητή
βρίσκονται κι οι λευκές αράδες.
Πότε βαθιά φαράγγια
και πότε θεόρατα βουνά
άγνωστα στων πολλών τα μάτια.
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΜΕ ΧΩΜΑ
Με χώμα, το λοιπόν.
Μας έκανε με χώμα.
Όμως δίχως νερό;
Που πάει να πει:
μας έκανε με λάσπη.
Μ’ αν είναι όπως τα λες
έτσι εξηγούνται όλα!
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΜΗΝ ΠΕΙΣ…
Μην πεις
αβάσταγο το σήμερα.
Θυμήσου πως
υπάρχει και το αύριο.
Ο καιρός της άπνοιας, 1987
ΤΟ ΑΛΛΟ ΧΕΡΙ
Κάθε φορά που κάποιος
του απλώνει χέρι για χαιρετισμό
εκείνος προσπαθεί ασυναίσθητα
να μαντέψει τη θέση
και του δεύτερου χεριού του άλλου.
Συνήθως του αριστερού.
Εκείνου του αλλουνού χεριού
που ίσως καιροφυλακτεί
ελλοχεύει, ενεδρέυει
κι αμέρωτο κι ανέσπλαχνο
κρυμμένο πάντοτε απειλεί.
Ο θάνατος του καλοκαιριού, 1992
ΣΩΣΙΑΣ
Αυτή η έξυπνη ιδέα μου
με έχει σώσει για καλά.
Απ' εδώ και χρόνια τώρα
για να μη φθείρω τον καλό μου εαυτό
χρησιμοποιώ νυχτόημερα μονάχα εμένα
Μοναχόλυκος, 1994
ΚΑΘΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΝΗΣ
Καθώς που εφάνης χτες πρωί
ομπρός στην πόρτα της Ζωής
κι έκλαψες, γιε μου, παρευθύς
το Κλάμα, ως λεν, της Ζήσης
σκέφτηκα κι είπα μια στιγμή:
- «Να που γεννιόμαστε σοφοί»
Άφωτες και Άφωνες Στιγμές, 1980
ΣΥΓΧΥΣΗ
Τόσο πολύ βαριέστισα
να μου αλέθουν όλοι το μυαλό
καθώς π ̓ ακούω για πολέμους ολοένα
που λέω να πάω στον πόλεμο κι εγώ.
Όμως τι πρόβλημα κι αυτό!
Να παίρνεις ξάφνου την απόφαση
μα να μην ξέρεις το με ποιους
κι ενάντια σε ποιους να πολεμήσεις.
Ο θάνατος του καλοκαιριού, 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου