Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης - Ποιήματα

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Γεννήθηκα από πρόσφυγες γονιούς
σ'ένα συνοικισμό
στο Βύρωνα
στα χίλια εννιακόσια τριάντα.
Όλα τ'αζώηστα ετούτα χρόνια μου
τα έζησ' από τότες στην Αθήνα.
Σπούδασα στο Σχολείο του Πουθενά
κι εργάστηκα στο Μαγαζί του Τίποτα.
Είπα πολλές φορές
το Ναι.
Δεν είπα όσες έπρεπε
το Όχι.
Έγραψα στίχους πάνω σε ντουβάρια
και κάτι λίγους πάνω σε χαρτιά.
Τύπωσα και κυκλοφόρησα
τ'αχνάρια απ'τις πατούσες μου
στην άκρια της στεγνής άμμου
προτού να φτάσει ως εδώ
η ωραία πλημμυρίδα
του Αύριο.
Και
βέβαια
πέθανα πριν να γεννηθώ
αφού κάθε φορά αρνιόμουνα
για των πολλών τα δίκια να πεθάνω.
**********
ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Είναι και κάποιοι στίχοι
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να εκφράζονται
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να μιλούν σωστά
τη γλώσσα του ποιητή τους
ώστε να γίνουν ποίημα.
Και απομένουν στεναγμοί.
**********
ΚΑΘΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΝΗΣ
Καθώς που εφάνης χτες πρωί
ομπρός στην πόρτα της Ζωής
κι έκλαψες, γιε μου, παρευθύς
το Κλάμα, ως λεν, της Ζήσης
σκέφτηκα κι είπα μια στιγμή:
- «Να που γεννιόμαστε σοφοί»
**********
ΜΕ ΧΩΜΑ
Με χώμα, το λοιπόν.
Μας έκανε με χώμα.
Όμως δίχως νερό;
Που πάει να πει
μας έκανε με λάσπη.
Μ'αν είναι έτσι όπως τα λες
τώρα εξηγούνται όλα!
**********
ΑΙΝΙΓΜΑ
Ζει μ'εξημερωμένα πια κατοικίδια ζώα
όμως αυτός δεν έχει εξημερωθεί ακόμα
**********
ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ
Εγώ γιατί ν'ανησυχώ
Εσύ γιατί ν'ανησυχείς;
Σαν φτάσει κάποτε η στιγμή
που όλη η Γη θ' αφανιστεί
ο τελευταίος άνθρωπος
για όλους και όλα ας ντραπεί!
**********
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Πόσους και πόσους
δε ρώταγα ολοζωής
- Πάω καλά αποδώ, πατριώτη;
Και όλοι τους μου έλεγαν
- Ναι, ναι καλά πηγαίνεις!
Κανείς τους δε με ρώτησε
- Πού θες να πας παιδί μου;
**********
ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Όχι, παιδί μου, αυτήν.
Όχι, την Ποίηση, όχι!
Παντρέψου όποιαν άλλη.
**********
ΤΟ ΣΚΑΜΝΙ
Ολοζωής
δε γύρευε άλλο
παρά μονάχα ένα σκαμνί.
Ν'ανέβει εκεί
να μας μιλήσει
να πει αυτά που 'χε να πει.
Τώρα που το 'χει το σκαμνί
στον όποιο λάχει το νοικιάζει
και τον παλιό του εαυτό θυμάται και σαρκάζει
**********
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ
- Και που λες, αυτά ο Θανάσης
που ελαφρύ το χώμα να 'χει.
- Ώστε πέθανε και πάει
κι ο καημένος ο Θανάσης!
- Ό,τι πεις κι ό,τι να κάνεις
κι η δικιά μας ώρα θά ρθει.
- Ο Θεός ίδιος μπακάλης
ό,τι γράφει δεν ξεγράφει!
- Στου καθένα το λυχνάρι
μετρημένο ειν' το λαδάκι.
- Βρε το δόλιο το Θανάση
τι του έμελλε να πάθει!
- Φεύγει ο ένας, άλλος φτάνει
κι η ζωή πιο πέρα πάει!
- Ώστε πέθανε ο Θανάσης.
Μα ο Θανάσης, ποιός Θανάσης;
**********
ΣΥΝΑΞΗ ΠΟΙΗΤΩΝ
Σ'αυτή την πένθιμη γιορτή
δε θα πρεπε να 'χα βρεθεί
ούτε για μια μόνο στιγμή
ακόμα και σαν θεατής.
Ήμαστ' εκεί τόσοι πολλοί
τόσοι τυφλοί, τόσοι κουφοί
τόσοι κουτοί, τόσοι τρελοί
κι όλοι μας τόσο μοναχοί!
Θέση αδειανή που να βρεθεί
θλιμμένη εσύ και σκεφτική
- Ποίηση αφέντρα Σεβαστή -
ανάμεσα μας να σταθείς
να μας θρηνήσεις σιωπηλή

**********
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΣ
Ολημερίς χαϊδεύουμε τις φτερούγες του
κι ολονυχτίς χαϊδολογάμε την ουρά του
**********
Η ΠΟΡΤΑ
Αυτά τα τέσσερα ντουβάρια
τά 'φκιασες, μάστορα, πολύ γερά.
Αυτά τα δυο μου παραθύρια
το ίδιο τά 'φκιασες καλά κι αυτά.
Όμως γιατί έβαλες στη μέση
αυτή την πόρτα να με τυραννά;
Ξέρεις τι είναι να 'χεις πόρτα
χωρίς ελπίδα να σου τη χτυπάν;
**********
ΜΝΗΜΗ
Το πρώτο πιάτο
απ'το φαΐ της μάνας μου
ήτανε πάντα για τον ξένο.
**********
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Δεν ξέρω
αν με θυμάσαι πια.
Για να σε βοηθήσω
είμαι: εσύ!
**********
ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΥΜΑΙΕΣ
Χρόνια και χρόνια τώρα
κάθομαι με τις ώρες και κοιτώ
όλους αυτούς που στέκονται
στις προκυμαίες των λιμανιών
κι αφήνονται να βλέπουνε
- ετσι νομίζουνε οι ίδιοι -
το γαλανό νερό της θάλασσας
τις βάρκες, τα καΐκια, τα καράβια.
Μα μήτε βλέπουν το νερό
μήτε τα πλεούμενά του.
Βλέπουν ναυάγια των καιρών
τους πόθους και τα όνειρά τους.
**********
Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ
- Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
- Είμ' ακριβώς σαρανταδυό.
- Σαν λίγα δε μ' ομολογάς;
- Μωρ', τ'αγοράζεις και ρωτάς;
- Θαρρώ δε μου τα λες καλά.
- Τόσα έχω ζήσει στα σωστά.
- Άσπρα σου γίναν τα μαλλιά.
- Δεν είναι άσπρα, είναι σταχτιά.
- Είναι τα μούτρα σου ζαρά.
- Είν' απ'τα γλέντια τα πολλά.
- Τα κόκαλά σου 'ναι σκεβρά.
- Απ' τους χορούς κι απ' τα πιοτά.
- Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
- Είμ' ακριβώς σαρανταδυό!
Εξόν...
τα εικοσιδυό που δε μετρώ
Άι-Στράτη, Ανάφη, Κορυδαλλό.
Δεν τα ζησα και τα ξεχνώ.
**********
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Μοναξιά είναι
κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπά
να ξέρεις οτι κάποιος άγνωστος
σχημάτισε τον αριθμό σου κατά λάθος
Μοναξιά είναι
να μην έχεις κανέναν άλλο να μιλάς
παρά μια γλάστρα στο παράθυρο
με κάποια ξεραμένη από καιρό βιγόνια
Μοναξιά είναι
κάθε χρονιά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς
να γράφεις στίχους επιτάφιους
για όσα χρόνια φύγανε μα κι όσα χρόνια θα 'ρθουν.
Μοναξιά είναι
σαν έρχεται κάθε φορά η Πασχαλιά
αδάκρυτος δυο κόκκινα αυγά
μονάχος σου το'να με τ'άλλο να τσουγκρίζεις
**********
ΕΞΟΔΙΟ
Και μια που φτάσαμε στο τέλος
- τ'ήθελες τώρα και ρωτάς; -
θα σου απαντήσω με ειλικρίνεια:
δεν το κατάλαβα το έργο.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της Καλλιόπης Μπαγουλή https://www.facebook.com/CalliopeMpagouli/posts/pfbid095Zb8PJmnLfLTtHA11M526vtB9oZYo1EsfA8KKjireqkbEAtPT9Bqo5WwwoHnFPrl


ΔΙΣΤΙΧΟ

Σκέψεις μου αγριοπερίστερα
στους βράχους της ερμιάς μου.

Κάποτε Άγγελοι, 1998.


ΣΥΝΕΙΡΜΟΣ Κάθε φορά που αλλάζω πουκάμισο Πάει το μυαλό μου στ’ άλλα φίδια.
Ο Θάνατος του Καλοκαιριού, 1992

Ακόμα κι αν κατακτηθούν τ' άστρα απ' τους αστροναύτες δικά τους δε θα γίνουνε ποτέ. Στους ποιητές θ' ανήκουν πάντα.

Ως Εν Παρόδω, 1999

ΤΡΙΣΤΙΧΟ Τράβηξε πίσω του την πόρτα. Μα δε θυμάται διόλου πιά: κλείστηκε όξω, ή, μέσα;
Κάποτε Άγγελοι, 1998


ΔΙΣΤΙΧΟ Μονάχα εσένα προσκυνώ Βασίλισσα – Αμφιβολία.
Κάποτε Άγγελοι, 1998

ΔΙΣΤΙΧΟ
Μετά τον Όμηρο Πως νάσαι Ποιητής!

Κάποτε Άγγελοι, 1998


ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ Τις μέρες μου τις ζω εδώ. Τις νύχτες μου στη Σμύρνη.

Κάποτε Άγγελοι, 1998


ΚΑΠΟΤΕ ΑΓΓΕΛΟΙ
Κι απ’ την πολλή αχρησιά τους Έγιναν τα φτερά μας χέρια.

Κάποτε Άγγελοι, 1998

Ο ΑΛΛΟΣ
Απ’ όταν είτανε παιδί
έτρεφ’ ένα μικρό γεράκι.
Σαρκόδεσε και φτέρωσε
και φάνηκε τώρα κοράκι.
Εδώ και λίγο το πουλί
-αυτός ο άλλος του εαυτός-
μοιάζει να θέλει να τον φάει!
Ευθύς Λόγος, 1997


ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ… Θα έπρεπε να μας αρκεί Και μοναχά ο Ήλιος. Μα, να που ο καλός Θεός -σπάταλος στην αγάπη του- προπάντων για τους ποιητές έφτιαξε και Φεγγάρι.
Ευθύς Λόγος, 1997


Ισορροπούσε πολύ καλά. Ώσπου κατάλαβε αίφνης πως κάτω απ’ τα πόδια του το σχοινί δεν υπήρχε.

Ευθύς Λόγος, 1997


Σκάλα που οδηγείς; Πάνω ή κάτω;

Ευθύς Λόγος, 1997

Απ’ το: αγαπάς ως το: μισείς λίγος ο τόπος.

Ευθύς Λόγος, 1997

Υπάρχει Τρέλα πιο τρελή από τη λογική μας;

Ευθύς Λόγος, 1997

Καμιά φορά, τι ανασφάλεια νιώθει κανείς μέσα στο πλήθος!
Ευθύς Λόγος, 1997

Ενέχυρο, για τίποτες μη βάζεις την ερμιά σου.
Ευθύς Λόγος, 1997

Μας συντηρούν τα όνειρα μας φθείρουν οι εφιάλτες.
Ευθύς Λόγος, 1997

ΕΝΝΟΙΑ ΣΟΥ!
Έννοια σου, δε χανόμαστε. Στο πρώτο ανεμογύρισμα θα μ΄ εύρεις να σε καρτερώ καθώς πάντοτε εντός σου.
Ευθύς Λόγος, 1997

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ Ναι, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο οι έχθρες μας να μας τιμούν και οι φιλίες μας να μας ατιμάζουν.

Ευθύς Λόγος, 1997

ΕΓΩΠΑΘΕΙΑ Ό,τι υπάρχει και γυρνά γύρω απ’ τους εαυτούς μας το λέμε: Κόσμο ή Σύμπαν!
Ευθύς Λόγος, 1997


ΚΙ ΟΜΩΣ Κι όμως δεν έπρεπε να μου θυμώσ’ η θάλασσα μόνο και μόνο γιατί με άκουσε να λέω πως χρωστά το χρώμα της στον ουρανό που στέκει πάνωθέ της.
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Τι μ’ έπιασε, τι τόθελα; Πώς μούρθε κι αποφάσισα τη χθεσινοβραδινή μου ιχνηλασία; Και, να, που ως ακλούθαγα τα χνάρια κάποιου αγριμιού έφτασα στη μονιά μου την ίδια!
Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996

ΚΑΙ ΟΜΩΣ!
Και όμως! Όλες μας οι προδιαγραφές μας όριζαν για ανθρώπους.
Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Και στην παλιά μας και στη νέα πρωτεύουσα θεόρατο, βλέπεις, το άγαλμά του. Αγέρωχος, βαρύθυμος, αγριερός ο Γέρος του Μοριά κάτι σαν να μας γνέφει κάτι σαν να μας δείχνει με το δάχτυλο του δεξιού του. Κι αναρωτιέμαι καμιά φορά: δεν θάτανε, ίσως, ελόου του πιο αληθινός, πιο πειστικός ο Γέρος του Μοριά -ως άγαλμα, θέλω να πω- αν τάχε ανοιχτά στα μούτρα μας όλα, τα δέκα δάχτυλά του;

Νυχτερινή Ιχνηλασία, 1996
ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Διάλεξε: ή με το νου σου ή με την καρδιά σου. Με δυο πυξίδες Θα βουλιάξεις!

Αγνώστου Διαμονής, 1995

ΤΟΥ ΕΛΕΓΑΝ Του έλεγαν κάθε φορά -Ξεκίνα εσύ την Επανάσταση κι ερχόμαστε κι εμείς ξοπίσω.
Όλοι τους τώρα τον μισούν που η Επανάσταση δεν πέτυχε. Κι ας ξέχασαν… ν’ ακολουθήσουν.

Αγνώστου Διαμονής, 1995


ΚΑΪΝ ΚΑΙ ΑΒΕΛ
Άλλο κι αυτό!
Πως το μπορούν ακόμη σήμερα
να τους μετρούν για δυο;
Ο Κάιν και ο Άβελ
δεν ήταν ποτέ δυο άνθρωποι.
Πίστεψέ με:
ο Κάιν και ο Άβελ
ήταν και είναι πάντοτε ένας.

Αγνώστου Διαμονής, 1995


Καλά τα πήγα ως τώρα με τα λόγια. Καιρός να τάβρω και με τη σιωπή.
Μοναχόλυκος, 1994


ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Πάρε βοριά! Πάρε Νοτιά! Πάρτε καλοί μου αγέρηδες τους στίχους μου τα άχυρα να τους σκορπίστε πέρα. Κι αφήστε μου την ευωδιά
απ’ τις στιγμές του ονείρου.

Μοναχόλυκος, 1994


ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Όσο γερνάς
κι όσο γερνώ
όλο και περισσότερο
ξεχνάμε, ναι, ξεχνάμε
εκείνο το άλλο
το αθώο παιδί
που το σκοτώσαμε
κι εσύ κι εγώ
-κάποια φορά κι έναν καιρό-
για να υπάρχουμε οι δυο μας τώρα.
Έλα μην κάνεις τον κουτό!
Μιλώ για κείνο
το αθώο παιδί
-θυμάσαι;-
τον καλό εαυτό μας.

Καιρός της Άπνοιας, Αθήνα 1987

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Οι… φρόνιμοι, οι… γνωστικοί.
Αυτοί πρώτοι καρπώνονται
απ’ των τρελών την τρέλα.

Μοναχόλυκος, 1994


ΚΑΛΑ ΕΙΜ’ ΕΔΩ
Καθημερνά ηλιογιορτή.
Καθημερνά σεληνοφώς.
Καλά είμ’ εδώ. Καλά είμ’ εδώ.
Βέβαια
αν βγω να πάω στην πολιτεία
πρέπει να κατεβώ εκατόν δέκα σκαλιά.
Αν πάλι χρειαστεί να επιστρέψω
Πρέπει ν’ ανέβω εκατόν δέκα σκαλιά.
Δειλιάζω, αναρωτιέμαι, αναβάλλω.
Αν δε φτουράω στον ανήφορο
Μήτε και τον κατήφορο αγαπάω.
Καλά είμ’ εδώ. Καλά είμ’ εδώ.
Καθημερνά ηλιογιορτή.
Καθημερνά σεληνοφώς.
Και είμαι σιμά και στο Θεό!
Κράταμ’ εδώ κοντά σου
Ποίηση
Στην αχυρένια μας στρωμνή
-της μοναξιάς εορταστή-
σε τούτο εδώ το ανεμόκαστρο
να σε λατρεύω, να σε προσκυνώ
να σε αγαπάω.
Αγνώστου Διαμονής, 1995


ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΣ
Δώσανε, λένε, κάποτε
στον Κόσμο τον Πολιτισμό.
Και ξεκουράζονται από τότε!

Αγνώστου Διαμονής, 1995

ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Θεό και Ποίηση;
Πολλές φορές τους σίμωσα Μα δεν τους άγγιξα ποτέ μου!

Αγνώστου Διαμονής, 1995


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Δεν είναι μόνον ο ερχομός.
Να ‘ρθω;… Μα πώς;…
Τον έχεις σκεφτεί ποτέ
το δρόμο της επιστροφής μου;
Και ξέρεις, η απόσταση
του δρόμου της επιστροφής
είναι πάντοτε πιο μεγάλη.
Πολύ περισσότερο μάλιστα
όταν μέσα στο όνειρό μου
δεν έχει βγει φεγγάρι…
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΟΡΙΣΜΟΣ Ποιητές: άμισθοι φύλακες σε αποξεχασμένους φάρους που εκπέμπουν νύχτια σήματα γι’ ανθρώπους, ίσως, ανύπαρκτους.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους ποιητές εισπράττουν «μνήμην αιωνίαν» καθυστερούμενους μισθούς καθώς και επίδομα ερημίας.
Καιρός της Άπνοιας, 1987

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Πόσους και πόσους
δε ρώταγα ολοζωής
-Πάω καλά αποδώ, πατριώτη;
Και όλοι τους μου έλεγαν
-Ναι, ναι καλά πηγαίνεις!
Κανείς τους δε με ρώτησε
-Πού θες να πας, παιδί μου;
Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

Ο ΦΟΝΟΣ
Κανέναν μην ακούς!
Πρώτα είναι ο φόνος. Η δίψα για το αίμα. Ύστερα όλα τ΄ άλλα: διαφορές σε γνώμες σε ιδέες και πίστες. Απλά εφευρήματα είν’ αυτά και απλές δικαιολογίες όλα!
Κανέναν μην ακούς. Πρώτα είναι ο φόνος. Η δίψα για το αίμα.

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989


ΘΝΗΣΙΓΕΝΗ
Τα περισσότερα απ’ αυτά
Πεθαίνουν μόλις γεννηθούν.
Και όμως κάποιοι ποιητές
πιστεύουν πως μαζί μ΄ αυτά
θα ζουν κι οι ίδιοι αύριο!
Για τα ποιήματα μιλώ.
Θνησιγενή τα πιο πολλά
καθώς το ποίημα τούτο εδώ.
Μα να, που άσοφος κι εγώ
Γράφω, ολοένα γράφω…

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΔΕΝ ΕΤΥΧΕ;
Δεν έτυχε ν’ ακούσεις εκείνο το πατερικό «Φεύγε και σώζου»;
Τί διεύθυνση μου ζητάς; Εδώ και κάμποσο καιρό κατοικώ μόνον εντός μου.

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΣΤΙΓΜΗ
Τον βλέπω απόψε
φορτωμένο τον καιρό.
Θα βγει όπου να ‘ναι
ο φίλος μου ο κυρ’ Διάβολος
στα σύννεφα ψηλά
για να βοσκήσει
τα κοπάδια του τα φίδια…

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΤΑ ΣΚΙΑΧΤΡΑ
Σκέψου!
Ακόμα κι αυτά τα ψεύτικα
–από άχυρα φτιαγμένα και πανιά–
τ’ ανθρώπινα ομοιώματά μας
τρομάζουνε και διώχνουν τα πουλιά.

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989


ΠΟΛΥΚΟΣΜΙΑ
Θα τον πετάξω τον καθρέφτη αυτό.
Κάθε φορά που εμπρός του θα περάσω
νομίζω τον εαυτό μου κάποιον άλλο.
Και την πολυκοσμία δεν τη μπορώ!

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ
Αν βρίσκονται οι κάκτοι και υπάρχουν
είναι γιατί φορούν κατάσαρκα
τ’ αγκάθια που φυλάγουν τα κορμιά τους.

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989

ΜΟΥ ΑΡΚΟΥΝ
Φίλοι; Μου αρκούν οι δυο που μου απόμειναν:
ο Όνειρος και η Νύχτα.

Τα Άνθη της Σιωπής, 1989


ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΝΟΙΑΣ

Άπνοια…
Από σημαίες ούτε μια
δεν τραγουδά
δεν πλαταγιάζει, πια, σε λεύτερον αγέρα.
Κι ούτε καμιά φωνή μιλά
σ’ όποια καρδιά
κάποιαν υπόσχεση να φέρει από πέρα.
Σαν τι να θέλει να μας πει
με τη σιωπή
ο άθλιος αυτός καιρός της τόσης άπνοιας;
Μην ήρθε, τάχα, η στιγμή
να στρέψουμε
στο μέσα κόσμο μας τα μάτια και τα’ αυτιά μας;

Ο καιρός της άπνοιας, 1987


ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ
Αθώες κι απονήρευτες
πλαγιάζουνε αποβραδίς
στα καθαρά κρεβάτια τους
ωραίες και αγνές παιδούλες.
Τσιμπλιάρες και θεόκουφες
σηκώνουνται τ’ άλλο πρωί
-πορνόγριες, στα χάλια τους!-
σ’ άλλους αφέντες δούλες…

Ο καιρός της άπνοιας, 1987

Οι ποιητές και οι τρελοί 
το έχουν το προνόμιο˙
μπορούν να ονειρεύονται
και μέσα στα όνειρά τους.
Ο καιρός της άπνοιας, 1987

ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
Σημείο αναφοράς
το ίδιο πάντοτε
σημείο: ο σολέας.
Εκεί το βάφτισμα.
Εκεί το πάντρεμα.
Εκεί ο στερνός σταθμός
πριν απ’ το χώμα-τέρμα.

Ο καιρός της άπνοιας, 1987

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Ανάμεσα στις γραμμές των στίχων του ποιητή βρίσκονται κι οι λευκές αράδες. Πότε βαθιά φαράγγια και πότε θεόρατα βουνά άγνωστα στων πολλών τα μάτια.

Ο καιρός της άπνοιας, 1987


ΜΕ ΧΩΜΑ
Με χώμα, το λοιπόν. Μας έκανε με χώμα. Όμως δίχως νερό; Που πάει να πει: μας έκανε με λάσπη. Μ’ αν είναι όπως τα λες έτσι εξηγούνται όλα!

Ο καιρός της άπνοιας, 1987


ΜΗΝ ΠΕΙΣ…
Μην πεις αβάσταγο το σήμερα. Θυμήσου πως υπάρχει και το αύριο.

Ο καιρός της άπνοιας, 1987

ΤΟ ΑΛΛΟ ΧΕΡΙ
Κάθε φορά που κάποιος του απλώνει χέρι για χαιρετισμό εκείνος προσπαθεί ασυναίσθητα να μαντέψει τη θέση και του δεύτερου χεριού του άλλου. Συνήθως του αριστερού. Εκείνου του αλλουνού χεριού που ίσως καιροφυλακτεί ελλοχεύει, ενεδρέυει κι αμέρωτο κι ανέσπλαχνο
κρυμμένο πάντοτε απειλεί.

Ο θάνατος του καλοκαιριού, 1992

ΣΩΣΙΑΣ
Αυτή η έξυπνη ιδέα μου με έχει σώσει για καλά. Απ' εδώ και χρόνια τώρα για να μη φθείρω τον καλό μου εαυτό
χρησιμοποιώ νυχτόημερα μονάχα εμένα

Μοναχόλυκος, 1994


ΚΑΘΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΝΗΣ
Καθώς που εφάνης χτες πρωί ομπρός στην πόρτα της Ζωής κι έκλαψες, γιε μου, παρευθύς το Κλάμα, ως λεν, της Ζήσης σκέφτηκα κι είπα μια στιγμή: - «Να που γεννιόμαστε σοφοί»

Άφωτες και Άφωνες Στιγμές, 1980

ΣΥΓΧΥΣΗ
Τόσο πολύ βαριέστισα να μου αλέθουν όλοι το μυαλό καθώς π ̓ ακούω για πολέμους ολοένα που λέω να πάω στον πόλεμο κι εγώ. Όμως τι πρόβλημα κι αυτό! Να παίρνεις ξάφνου την απόφαση μα να μην ξέρεις το με ποιους κι ενάντια σε ποιους να πολεμήσεις. Ο θάνατος του καλοκαιριού, 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window