Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντραφοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερέςαπό φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,από φόβο μήπως έρθουμεαθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών. Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε.Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται,και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,και μετά το μαλακό ανέβασμα,θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριάγια να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,πέρα απ’ το χάος θα ΄ρχόταν η μακαριότητα. Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε.Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,είναι ο σκοπός και το τέλος. Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα. [Mάιος 1932]μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου
περιοδικό Διαγώνιος, τ. 15 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1983)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου