Χέρια στο χρώμα κίτρινης πέτρας
και όνειρα που χάνονται
σαν το πουλί που κανένας δεν ξέρει
όταν πετάξει απ’ το σύρμα πού πάει.
Δεν μιλούν, πλην όμως συνεννοούνται,
γιατί όλοι ξέρουν αυτό που κανένας τους δεν λέει.
Σωληνάκια βάφουν κόκκινο το απόγευμα,
εργαλεία του νίκελ και ρολόγια πολλά με δείκτες τρελούς,
ενώ δεν γυρίζει πια σε κανένα χωριό η μνήμη τους,
σε καμιά πολιτεία,
όπως επίσης και ηλικία δεν θυμούνται παιδική,
αλλά ούτε και άλλη,
ώσπου το βράδυ πέφτει έτσι, και κοιμούνται.
Ξυπνούν όμως απότομα και με στόμα πικρό
το πότε, το πού και το αν ποτέ, παλιότερα,
όσα στον ύπνο τους είδαν ψάχνουν να βρουν,
αλλά τίποτα στο νου τους δεν έρχεται,
γι’ αυτό και στα σκότη τους βυθίζονται και πάλι.
Ω καρκίνε, άνθρωπε ύπουλε, σκληρέ.
Φαροφύλακα, που έχεις το φάρο σου στο χιόνι.
Πηγή: Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου