Τα μάτια μου τα χέρια μου είναι όλο το βασίλειό μου
Τα μάτια μου το στόμα μου και η γούβα των χεριών μου
Βλέπω τη νύχτα μέσα τους. Η μέρα μου είναι ένα φάντασμα
Μιλώ στον άνεμο. Σιωπώ όταν βρίσκομαι στους δικούς μου
Εγώ που θα μπορούσα να πιω έναν ουρανό μες στην παλάμη μου
Δεν κρατώ παρά κατακάθι μέσα μου
Δεν ξέρω πια να συσπώ τα δάχτυλά μου πάνω σε τίποτα
Τ' ανοιχτά μάτια μου έχουν κάψει τα βλέφαρά τους
Αυτό που με αποφεύγει είναι το μοναδικό αγαθό μου
Είμαι πια χαμένος όταν ξεδιψώ βαθιά του
Η γλώσσα μου είναι ξερή και την υγραίνω μάταια
Μόλις την προφέρω η λέξη λιώνει στο φως
Τι είμαι λοιπόν; Ο καλόγερος μιας δυστυχίας
Που η ύπαρξη βασανίζει απ' την πείνα δίνοντάς του το στήθος
Πεθαίνω αδιάκοπα στα πράγματα που ελπίζω
Αλλ' αυτός ο θάνατος με εμποδίζει να πεθάνω
Ω αίνιγμά μου, ω μηδέν που με φωτίζεις
Είναι κανείς Θεός όταν είναι σε τέτοιο βαθμό φτωχός.
μετ. Όλγα Βότση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου