Λέγαν πως γράφανε τη μοίρα τους
Πως πιάναν τη ζωή από τα κέρατα
Τη σέρναν σε γραμμή που τρέκλιζε ολοένα
Και ζαλιζότανε –λέει- ο Δημιουργός
Να παρακολουθήσει τι κάναν αδυνατούσε
Κι έπειτα
Τους παράταγε μονάχους
Δίχως την αμείλικτη αύρα του όμματος που
Τα πάνθ’ ορά
Κι αυτοί
Πετούσαν σε γραμμή τεθλασμένη ολοένα
Οι ποιητές της ζήσης τους
Λέγαν
Οι λέξεις πέταγαν απ’ τα μισάνοιχτά τους στόματα
Γράφανε κύκλους στον ουράνιο θόλο
Λίγο λίγο ανέβαιναν και πιο ψηλά
Και τους αφήναν
Ανυπεράσπιστους πλάνητες
Κι ένα μικρό παιδί
Κατάχαμα ριγμένο
Με τα μούτρα στην άμμο αλειμμένα
Με τα μάτια αστέρια γεμάτα
Ένωνε τα διαμαντάκια του γέλιου του
Σκάλα ανάερη
Να τους τραβήξει
Στη θάλασσα
Να βαπτιστούν στα νερά της
Κι ως θα ανέρχονται
Γαλήνιοι και μικροί
Ν’ αναφωνήσουν
Θεέ μου
Πάλι ψέματα έλεγα
Πηγή: Ρητορική ένδεια εκδόσεις Βακχικόν 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου