ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Γριά γυναίκα τώρα, πρόσφυγας
απ’ τα παλιά της νιάτα.
Χαριεντιστός γιαλός στην πόρτα της
και πέρα τα θαμπά βουνά
της χαμένης πατρίδας.
Τ’ απόβραδο στης αυλής την πεζούλα
τσεμπερωμένη κι αλλοτινή
ψάχνει ακόμα γιο και άντρα
στου κάτω κόσμου τις γειτονιές.
Η νύχτα αφέγγαρη και το κουνούπι
Φαρμακερό στο σκοτάδι.
Αχ και να φέγγανε λέει απόψε
οι γλόμποι της ροδιάς!
*
ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ
Φτερούγες κόρακα ιριδίζοντας
στην αντηλιά
λουσμένα δεντρολίβανο τα μαλλιά της
περήφανα ωραία
κυπαρισσένια σε νησιώτικη πλαγιά
κυματιστή στα μάτια των ανθρώπων
να προβαίνεις,
σε παίνεσα όσο τίποτα.
Είπα δε θα πεθάνεις ποτέ
δε θα στερέψεις ποτέ
του τραγουδιού μας τη φλέβα –
λόγια απ’ τα χρόνια της σπατάλης,
λόγια πλεούμενα, που αφρόλουστες
της τραμουντάνας οι φοράδες
σπάσανε τις δεσιές τους στο μουράγιο
και πήρανε στην τύχη τ’ ανοιχτά
με δίχως ρότα, με δίχως έρμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου