Η ποίηση είναι νεκρή. Ο θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει, `είναι η υπαρκτική της συνθήκη, τουλάχιστον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυο παγκοσμιοποιημένα σφαγεία -απολύτως προδιαγεγραμμένα από τον βαρβαρισμό του ευρωπαϊκού «πνεύματος»- τσάκισαν τον μοντερνισμό. Εύκολη δουλειά. Ο μοντερνισμός, παρά την προγραμματική προσπάθειά του για την αναζωογόνηση της ποίησης, ξέχασε πως η ποίηση στοχάζεται. Η περιστολή της ποίησης στον εαυτό της, δεν ήταν επιστημονική υπόθεση, αλλά ιδεολογική στάση. Η αυτοαναφορικότητα του ποιητικού λόγου είχε το ιδεολογικό ανάφορό της. Η γλώσσα σκέπτεται. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την γλώσσα χωρίς να σκέπτεσαι. Η συναισθηματική χρήση της γλώσσας εκφράζει τον φόβο των ποιητών για μια πιθανή άμεση σύγκρουση με τη φιλοσοφία, ως σωματοφύλακα του Λόγου. Ο μεταμοντερνισμός είναι η μανιοκατάθλιψη του φιλελεύθερου μοντερνισμού: μια τάξη λόγου που επιτίθεται στην εξουσία του, παραληρώντας: Είμαι ο άλλος του άλλου, που είναι ο άλλος που είμαι.
Ο θάνατος της ποίησης λέγεται ασημαντότητα. Ζούμε -και γράφουμε- στην σκιά της μνήμης της. Κανείς δεν πρόκειται να δει την ταφή της, όσο πιστεύουμε στην γραμματική. Και δεν θα πάψουμε ποτέ να πιστεύουμε στην γραμματική, αφού είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουμε. Η περίφημη απόφανση «Σκέπτομαι άρα υπάρχω», λέει το ίδιο με την απόφανση «Έχω πονοκέφαλο άρα υπάρχω». Και οι δύο απαιτούν ένα γραμματικό υποκείμενο, που δεν μπορεί να μην υπάρχει.
Η ποίηση είναι νεκρή. Οι νομοταγείς ποιητές το αρνούνται, αφού άσχετα με το τι συμβαίνει, μπορούν ακόμα να δημοσιεύουν κείμενα, να τα ονομάζουν ποιήματα και να χρησιμοποιούν ένα δίκτυο αυτοποιητικών συστημάτων και κυβερνητικών μηχανισμών, προκειμένου να επιτελέσουν την καθόλου ποιητική ταυτότητά τους. Οι ποιητές, που μερίμνησαν για την διαφορετικότητά τους, συνεχίζουν να μιλούν στον νεκρό τους, χρόνια μετά τον θάνατό του. Τι μέσα στα λόγια τους μπορεί να φανερώσει μια τέτοια ζωή μέσα στον θάνατο; Η γραμματική; Όχι. Κάτι λείπει από το βασίλειο του Άμλετ. Δυστυχώς: ο ίδιος. Επειδή, σ’ αυτήν την ιστορική παράσταση, που διαδραματίζεται μπροστά μας και γύρω μας, κανείς δεν μπορεί να θέσει το περίφημο ερώτημα To be or not to be ως ερώτημα. Δεν πρόκειται πια για μια βαθιά σπαρακτική έκρηξη μεταφυσικού κενού, για μιαν απελπιστική αίσθηση απουσίας νοήματος, αλλά για μια ρητορική αποστροφή, ένα λογοτεχνικό κόσμημα, που ισοδυναμεί με τη φράση: «To be or not to be, λέει ο Άμλετ». Σαν να λέμε πως βρισκόμαστε ένα ή περισσότερα βήματα πίσω από το ποιητικό συμβάν. Στα δίχτυα μιας περιστολής του λόγου, που μυρίζει γραμματικό πτώμα. Η γλώσσα δεν μπορεί να μιλήσει για την γλώσσα παρά μόνο περιστέλλοντας την γλώσσα σ’ ένα μηχανισμό κενών συμβόλων, που ονομάζεται Ρητορική: το κέρας της Αμάλθειας ένας ομαδικός τάφος ποιημάτων κάτω από το δέντρο της γνώσης.
Παλιά ιστορία, αλλά όχι όσο η ποίηση, ούτε η γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου