Τον έβλεπα εγώ τον δρόμο μπροστά μου. Ήμουνα φτωχός και θα έμενα φτωχός. Αλλά δεν τα ήθελα και πολύ τα χρήματα. Δεν ήξερα τι ήθελα. Ή μάλλον ναι, ήξερα. Ήθελα ένα μέρος να πάω να χωθώ, να λουφάξω, ένα μέρος όπου δεν είσαι αναγκασμένος να κάνεις τίποτα. Η σκέψη του να είμαι κάτι όχι μόνο μου ήταν αποκρουστική αλλά και με αρρώσταινε. Η σκέψη να είμαι δικηγόρος ή σύμβουλος ή μηχανικός, οτιδήποτε τέτοιο, μου φαινόταν αδιανόητη. Κι ακόμα, το να παντρευτώ, το να κάνω παιδιά, το παγιδευτώ στην οικογενειακή ζωή. Το να πηγαίνω σε κάποιο μέρος και να εργάζομαι καθημερινά και μετά να επιστρέφω από τη δουλειά. Αδιανόητο. Το να κάνω πράγματα, απλά πράγματα, να είμαι μέλος αναπόσπαστο σε οικογενειακά πικνίκ, στα Χριστούγεννα, στην 4η Ιουλίου, στην Εργατική Πρωτομαγιά, στη Γιορτή της Μητέρας… υπήρχε άνθρωπος ικανός να τα υπομείνει όλα αυτά και μετά να πεθάνει; Κάλλιο να γινόμουνα λαντζιέρης, να γυρίζω σε μια καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία, και να πίνω μέχρι να πέσω ξερός για ύπνο.
μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου