Μάρτης. Η φύση ηλεκτρισμένη από την άνοιξη. Η βλάστηση δειλή. Σαρακοστή· μέρες κατάνυξης, ψιλόβροχο, νηστεία, που την τηρούσα ευλαβικά κι ένιωθα μεγάλη ηθική ικανοποίηση. Εσπερινοί, ανελλιπώς παρών. Το τροπάριο «Κύριε των δυνάμεων» και η μυρωδιά του λιβανιού με συνέπαιρναν. Κάθε Παρασκευή οι Χαιρετισμοί. Οι πρώτες βιολέτες, τα πρώτα κρινάκια κι ένας βασιλεμένος ήλιος στα παράθυρα του ναού. Ήμουν αλλού.
9 του Μάρτη, των Αγίων Σαράντα. Δεν πήγαινα ακόμη στο δημοτικό. Στο μεγάλο μας περιβόλι φυτεύαμε πατάτες. Ο πατέρας το είχε σκάψει, και το χώμα ήταν τόσο αφράτο, που είχες την αίσθηση ότι τα χέρια σου αγγίζανε βελούδο. Άνοιγε μεγάλες αυλακιές, εγώ με τη μητέρα τοποθετούσαμε τα φύτρα στη σειρά, κι εκείνος τα σκέπαζε με χώμα.
Είχα αρχίσει να κουράζομαι και να βαριέμαι. Πήρα το μονοπάτι για το ποτάμι – μια ανάσα δρόμος. Στην ακροποταμιά κι άλλα παιδιά, μάλλον μεγαλύτερά μου. Ψάχναμε καβούρια στις όχθες. Γλίστρησα κι έπεσα στο νερό, δεν βούλιαξα – το νερό δεν ήταν βαθύ, ήταν όμως παγωμένο. Γλιστρούσα διαρκώς πάνω στις πέτρες. Σηκωνόμουν κι έπεφτα. Η πρώτη γεύση θανάτου. Τελικά κατάφερα και βγήκα. Ο φόβος του θανάτου υποχώρησε μπροστά στον φόβο τού πώς θα εμφανιστώ βρεγμένος ως το κόκαλο.
Οι δυνατές μαρτιάτικες μπόρες, καθώς το έδαφος είχε ποτιστεί όλο τον χειμώνα, προκαλούσαν υπερχείλιση των υδάτων· οι δρόμοι μετατρέπονταν σε ρυάκια, τα λιβάδια και τα χωράφια πλημμύριζαν. Στο μικρό μας περιβόλι, που βρισκόταν μέσα στο χωριό, το νερό ανέβαινε σχεδόν μια παλάμη πάνω απ’ το χώμα, λαχανικά και λουλούδια έπλεαν. Τα πηγάδια ξεχείλιζαν, μπορούσες να πάρεις νερό μ’ ένα ποτήρι. Τα πάντα βούλιαζαν στο νερό. Είχαν ανοίξει οι «φλέβες», όπως έλεγαν. Τοπίο υδάτινο, που ξαφνικά το πυρπολούσε ο ήλιος, δημιουργώντας παράξενα σχήματα, μαγικά, που κρατούσαν λίγο, για να επανέλθουν εντελώς διαφορετικά. Ανείπωτη ποικιλία, καταιγισμός χρωμάτων. Τη νύχτα το φεγγάρι έκανε τα ασημένια του παιχνίδια.
Τα πρωινά του Μάρτη γεμάτα πάχνες και διαπεραστικό κρύο, που μας περόνιαζε καθώς πηγαίναμε για τις αγροτικές δουλειές, κι ο πατέρας να λέει πως η οσία Μαρία η Αιγυπτία τίποτα δεν φοβήθηκε περισσότερο στην έρημο απ’ το μαρτιάτικο αγιάζι.
Για τις λιακάδες του Μάρτη μάς έδεναν μια κόκκινη κλωστή στο χέρι. Δεν έπρεπε να μένουμε πολύ στον ήλιο. Ήταν αρρώστια. Μαρτιάτικες λιακάδες! Τα πάντα να φλέγονται. Τα σπίτια να χάνουν το σχήμα τους. Οι αυλές να μεγεθύνονται, φορτωμένες με τα κομμένα κλαδιά απ’ τις ελιές – μετά τη συγκομιδή, κλάδευαν τα δέντρα για να αναζωογονηθούν. Τα κλαδιά αυτά τα λέγανε «λιόκλαδα». Εκεί άπλωναν τις βαμμένες κουβέρτες, τις «πατανίες».
Αυτοδίδακτος κι εμπειρικός μπογιατζής, ο μπαρμπα-Χαλέπης έπαιρνε τις μπογιές και τις έριχνε στο μεγάλο καζάνι που κόχλαζε, τις ανακάτευε αρκετή ώρα, τις ξέπλενε με κρύο νερό και τις άπλωνε πάνω στα λιόκλαδα ή τα πέτρινα πεζούλια. Οι αυλές έλαμπαν από τα πορτοκαλιά, τα κόκκινα, τα τριανταφυλλιά πάνω στο πράσινο. Μια συμφωνία χρωμάτων.
Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ο μεγάλος δρόμος. Αφηγήματα», Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017.
Αναδημοσίευση απ' το προφίλ του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου