Ο ιδιοκτήτης είχε βγει καβάλα περίπατο γύρω στο απέραντο κτήμα. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα εγύριζε στο χωριό με αφημένα τα ηνία, ενώ το άλογο προχωρούσε με σιγανό περιπάτημα, βυθισμένος στη μελαγχολία που φέρνει, περισσότερο στα δασωμένα μέρη, αυτή η ώρα που κοντεύει να ξεψυχήσει η μέρα, που αρρωσταίνει το φως, και που χύνεται σιγά-σιγά με το σκοτάδι το μυστήριο του Αγνώστου.
Εμμανουήλ Στ. Λυκούδης, Η κωμόπολις Φθειρία και άλλα διηγήματα: «Ο Τσουράπης», σελ. 117.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου