Ο ΦΟΒΟΣ
Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε
Τη νύχτα τα όνειρα ξεκλειδώνουν την πόρτα
και κουβαλούν στο σπίτι μας νεκρούς
κι ύστερα βγάζουν τα κεραμίδια του σπιτιού
να κατεβεί ο Χριστός στο άδειο σπίτι
να τον σπαράξει ο φόβος μας
γιατί είναι η δική του σειρά
να πιστέψει σε μας
απόψε και την άλλη νύχτα και την άλλη
Το πρωί οι νεκροί είναι στην ίδια κουβέρτα
και κρύβουν με τα χέρια το χτυπημένο κορμί
μη φοβηθούμε και τους κλείσουμε έξω από το σπίτι
όταν ο αέρας ρίχνει τα κλειδιά από τις πόρτες
Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε
Την ίδια ώρα η μάνα
φοβερίζει το πεθαμένο παιδί
να μη γυρίσει σπίτι αυτή τη νύχτα
θα το χτυπήσουν στην ίδια μεριά
Πώς να δηλώσουμε τους νεκρούς
να τους σώσουμε και να σωθούμε;
Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε
κρατήσαμε τον ύπνο να κρυφτούμε στο μαλλί του
να ξεφύγουμε από το φόβο
που περιμένει στη πόρτα μονόφθαλμος
Πριν από την τελευταία ώρα
η μάνα διώχνει τους νεκρούς από την καταπαχτή
κι αυτοί γυρίζουν μαζεύοντας τις πατημασιές μας
γιατί φοβούνται πως χαθήκαμε
την ώρα που ο αέρας ρίχνει τα κλειδιά από τις πόρτες
Πώς να δηλώσουμε τους νεκρούς
να τους σώσουμε και να σωθούμε;
Στη χαμηλότερη άκρη του ύπνου μας
μαζευτήκαμε και κλάψαμε
—Ισθμός (Κέδρος, 1975)
ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΩ ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕΣ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
Γεμίζουν τρίχωμα τα πράγματα στις γωνίες
που έχασαν τη λαβή σου
και λέω να πάρω τις συνήθειές σου
σιτεμένες μέσα μου
και σκεύη που βήχουν
αζήτητα νυχτωμένα στο λαιμό μας
και να τα φέρω κάτω από το χώμα σου
με τις ζυμώσεις σου ανοιχτές
και τα χνότα σου
να με οργώνουν
γιατί είναι αδύνατο να συνηθίσω
πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις
—Αμφίβια (Η Μικρή Εγνατία, 1980)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΝΩΡΙΣ Ο ΘΕΟΣ ΣΧΕΔΟΝ ΑΒΑΦΤΙΣΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΑ
Στο τέλος φωτίζεται το ποίημα
με αρχές μετατόπισης προς τα έξω όσο που σε κλείνουν οι ανταύγειες
κι εκεί είναι το σημείο του Σταυρού
μην περάσεις τα οριζόμενα κι έχουμε θεομηνίες πριν προφτάσεις τα νερά που συνέρχονται
Σίγουρα ο Ηράκλειτος θα κανοναρχούσε αλλιώς
όπως ο Αλκιβιάδης που έβλεπε επερχόμενη τη θαλασσοφαγή και τη σχεδίαζε ανάποδα με τον εαυτό του στο κέντρο
όπως τα ποιήματα που τα παίρνει νωρίς ο Θεός
σχεδόν αβάφτιστα και αναμάρτητα
—Όταν ο Θεός εις το σώμα έλθη πολύς (Καστανιώτης, 1990)
O ARTHUR RIMBAUD ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕ ΤΟ ΠΟΡΤΑΚΙ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΑΒΛΩΝ
Στοιχημάτιζε ο Arthur Rimbaud πως δε θα βγει
από την ανατολή της θεοφάνειας όταν γκρεμίζονταν από μέσα η βρύση του Πετράρχη στο Vaucluse και τα νερά ρίχνοντας όλες τις φλέβες συστρέφονταν κυκλοδίωκτα κι άνοιγε ο ίδιος το πορτάκι των κήπων και των στάβλων σα να ‘ναι το παντελόνι του
—Όταν ο Θεός εις το σώμα έλθη πολύς (Καστανιώτης, 1990)
FRANZ KAFKA ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΡΕΦΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ
Franz Kafka φοβούμαι να σε πάρω από το βρεφικό σταθμό
όχι πως δε βρίσκω έναν Λάιο για το ανάποδο αίμα σου
είναι εύκαιρο το κορμί μου πίσω από τους ήχους των φιδιών
στην άγρια κλίνη σου
φοβούμαι να σου δώσω τα κλειδιά
κι ας ξέρω πως λερώνω το γάλα της καρύδας
που είναι ο κόσμος
κι άλλοι το λερώνουν
κι ακούω το κλάμα του ασβού
που σε γνώρισε από το περιβραχιόνιο
στη χιονισμένη Kalda
ανάμεσα στα καραβάνια που δε φτάνουν πουθενά
—Και γάμον Έβρου του ποταμού (Μανδαγόρας 1996)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΟΤΑΝ ΕΒΓΑΖΕ ΤΑ ΓΕΩΜΗΛΑ
Ο πατέρας μου όταν έβγαζε τα γεώμηλα
άφηνε ανάμεσα λίγο χώμα που το φυσούσε από τις
χαραμάδες
κι όπως σήκωνε τον καρπό στα χέρια του
με το άμυλο από μεριές να τρέχει
ξεχνιόταν μέσα στο κλίμα που έριχνε τις ρίζες του
κι ο πατέρας μου που μόλις κρατούσε τους χυμούς
να μη χυθούν από τα εσώρουχά του
γύριζε τον ανοιχτό καρπό
που ήταν πολύτεκνος στα χέρια του
—Και γάμον Έβρου του ποταμού (Μανδαγόρας 1996)
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ
Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους τέσσερις τοίχους
όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν
απλωμένα στα γειτονικότερα βουνά
κι έρχεται ο νεκρός γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα
φυσώντας από μέσα του μιά φλόγα
να τον γνωρίζουν και να χάνονται
—Και γάμον Έβρου του ποταμού (Μανδαγόρας 1996)
Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2021/11/11/thanasis-tzoylis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου