Ηρωική έξοδος
Έδεσα τη γραβάτα μου μ’ έναν τετοιο τρόπο, που να μην
αμφιβάλει πια κανείς,
έβαλα το παλτό μου ψύχραιμα, (αφού στο βάθος τίποτα δε
συχωριέται),
μόνο, για τον Θεό, μην ενοχλείστε με το γυναικείο καπέλο
μου – έχω πολλά να κρύψω ακόμα.
Eπιστροφή απ’ το φαρμακείο
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς – η μητέρα είχε
πονοκέφαλο, θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμα-
κείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν
γέρο, τρόμαξα με μια πέτρα δύο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.
Αναγκαιότητες
Κι αν άφησα να με ταπεινώσουν ήταν για να σκεπάσω
άλλα πράγματα
πιο σκοτεινά. Ή μήπως κι η σκάλα δε μας πηγαίνει αυτή
όπου θέλει.
Η συνέχεια
Κι εδώ θα τελείωνε η ιστορία μου, αν στο άνοιγμα
της πόρτας δεν παρουσιαζόταν η Μάρθα – η Μάρθα, εδώ
και χρόνια πεθαμένη. Δεν άντεξα και το λίγο φαγητό που
είχα για δείπνο κατέβηκα και το έδωσα στο σκυλί
που δεν την είχε γαβγίσει.
Παραμύθι
Οι βασιλιάδες χωράνε σ’ ένα κουτί από σπίρτα όταν
κοιμάσαι.
Και τα σκυλιά, το βράδυ, κοιτάζουν δακρυσμένα προς τα
κει που είμαστε κάποτε παιδιά.
Οίκτος
Ήτανε μαύρες μέρες, πυροβολισμοί παντού, η πόλη ανάστατη,
τα πλήθη τρέχαν εξαγριωμένα,
«κρύψε με» φώναξα κι αγκάλιασα το άγαλμα στην άκρη
του δρόμου.
Κι όταν μ’ έφτασαν, δε βρήκανε παρά το έρημο άγαλμα και
στα πόδια του ένα σκυλί στεκόταν σαστισμένο
που το πυροβόλησαν οι άθλιοι.
Μέρες της εβδομάδας
Όταν, τέλος, βγήκα απ’ την πόρτα, τρεις πόλεμοι είχαν
κιόλας τελειώσει,
η μικρή πάροδος ταξίδευε σ’ έναν ωκεανό από χαρτιά, βίδες, στουπιά, τηλέφωνα –
γιατί το πρόβλημα, φίλοι μου, δεν είναι να σώσεις τον κόσμο,
αλλά να τον σώσεις την ερχόμενη Πέμπτη.
Αλληλεγγύη
Κι εκείνος ο πρώτος νεκρός που είδαμε παιδιά, τόσο
αξιολύπητα ακίνητος –
απ’ την άλλη μέρα έμπαινε κι αυτός μες στα παπούτσια
μας και τα παιδικά μας ρούχα.
Ίσως γι’ αυτό φθείρονταν γρήγορα.
Αριστούχος
Κι ίσως θα πρέπει νάχεις περάσει πολλά και να τάχεις
υπομείνει όλα,
για ν’ απαντήσεις κάποτε σωστά, όταν σε ρωτήσουν την
ώρα.
Στις παρόδους
Αυτοί με τα παλιά ξεχειλωμένα πανωφόρια τους
σκεπάζοντας μ’ επιείκεια κι εκείνον που τους πρόδωσε.
Κανείς δεν είναι μόνος
«Ήρθα» έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο
που δεν σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Προσωπογραφία
Οι άλλοι, μάλιστα, απορούσαν που έμενε ακόμα παιδί.
Δεν ήξεραν πως απλώς είχε αργοπορήσει.
Απροσδόκητος χρόνος
Όταν αρχίζει η μαύρη νοσταλγία κι ο πνιγμένος θυμάται
το σπίτι,
ενώ στη μισοσκότεινη κάμαρα οι εραστές ξαναβάζουν τη
νεκρική μάσκα που τους είχε πέσει
και κατεβαίνουν τη σκάλα ολομόναχοι – εδώ και χιλιάδες
χρόνια.
Απαγορεύεται η έξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολά-
νοιχτου ορίζοντα –
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
Παγίδα
Και πάντα, ο δολοφόνος και το θύμα, μια νύχτα, άξαφνα,
παίρνουν τον ίδιο δρόμο –
γιατί σημασία έχει ποιος θα πεθάνει με λιγότερη μοναξιά.
Βραδυνή ασάφεια
Βράδιασε. Ώρα να πάμε σε κανένα σινεμά. Τηλεφώνησε
στη Λουκία, αν θέλεις, ή στον Ευτύχιο. Κι αν δεν τους βρεις, ειδοποίησε εν ανάγκη τον Βαραββά. Κάθε στιγμή
είναι μια ανέκκλητη ώρα!
Πλάγια μέσα
Όμως δε γίνεται αλλιώς. Πρέπει κανείς, στο τέλος, να πιστέψει
στον εαυτό του.
Πόσες ψευδομαρτυρίες δεν έσωσαν μια ζωή.
Ο νεκρός
Όταν χτύπησε η πόρτα κι άνοιξα, δεν τον ήξερα αυτόν τον άνθρωπο, «ήρθα για το χρέος» μου λέει, «ποιο χρέος, του λέω, και ποιος να με δανείσει εμένα – εξάλλου, εσύ τι είσαι, ο ταμίας;» «όχι, μου λέει – πέθανα χτες», και πράγματι κατέβηκε τη σκάλα και βγήκε έξω στο δρόμο
χωρίς να φοβάται.
Οι λέξεις
Κάθε στιγμή κινδυνεύουμε, αλλά κανείς – οι φωτογραφίες
στον τοίχο, τα έπιπλα, οι αναμνήσεις, το κλειδί,
στέκονται εκεί, ανήμπορα να σε βοηθήσουν – όπως οι λέξεις
μόλις τελειώσει το ποίημα.
Ένδοξο πρωί
Ώρα που ξαναρχίζει ο θρήνος στα σφαγεία, κι οι μητέρες
σηκώνονται τυφλές από επιείκεια,
ώρα ασύνδετη ακόμα με τη ζωή, κι αυτός που αποβραδίς
τον ταπείνωσαν
είναι ήδη ένας μικρός βασιλέας του ύπνου.
Περιπέτεια
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν άθλιο, «τα χείλη σου γυαλίζουν» της λέω, «ναι, μου λέει, είναι απ’ το κραγιόν», «φυσικά, της λέω, ένα κραγιόν είναι πάντοτε απαραίτητο» –
και σκέφτηκα τις μητέρες που νομίζουν πως γέννησαν, ενώ δεν ακούγεται παρά το κλάμα της αιώνιας θλίψης μες απ’ τα σπάργανα…
Ο διακόπτης
Και το προαίσθημα δεν είναι παρά αυτό που έγινε κάπου
μες στο σκοτάδι –
και περιμένει, για να σε συντρίψει, ν’ ανάψεις το φως.
Το έγκλημα
Μόλις είχε γεννηθεί κι οι γυναίκες, κλαίγοντας, κάτω στο
πλυσταριό, τούπλεναν κιόλας το πουκάμισο
για τη μέρα της δίκης.
Η χρεωκοπία των αριθμών
Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας – μια νύχτα, θυμάμαι,
τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο γειτονικό
σχολείο,
κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο.
Μόνο που απ’ την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος
στό μέτρημα
κι έβρισκε ένα παιδί περισσότερο.
Συνεννόηση
Συχνά μ’ έπιανε λύσσα μ’ αυτές τις βρωμόγριες που σου
χτυπάνε την πόρτα κι όταν τους ανοίξεις σε κοιτάζουν
αμίλητες,
βέβαιες κι εκείνες για το ανεξιχνίαστο του πράγματος.
Δωρεάν στέγη
Αυτοί που δεν έχουν πού να πάνε και τους αρκεί μια φιλική
λέξη
για να κοιμηθούν στον ουρανό.
Ενηλικίωση
Καμιά φορά πηγαίνεις και στέκεσαι μπρος στον καθρέφτη,
τόσο αδιάφορος,
σα νάσαι απλώς ένα φαρδύ παράταιρο φέρετρο
για ένα νεκρό παιδί.
Διασημότητες
«Κατηγορούμενε, όρθιος!». Σηκώθηκε. Είπαν τ’ όνομά
του, έτος γεννήσεως, επάγγελμα, κι ύστερα «καταδικάζεσαι στην εσχάτη των ποινών».
Αλλά εκείνος αγαλλίασε, καθώς άκουγε για πρώτη φορά
τ’ όνομά του.
Η ανάσταση των φτωχών
Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης απάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά
του δρόμου
που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.
Προσωπικές επιτυχίες
Συχνά, μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς ολομόναχος, κάτι
σ’ αγγίζει στον ώμο,
γυρίζεις τότε – και μονομιάς νιώθεις όλο το μάταιο της
ύπαρξης. Αλλά δε θλίβεσαι
σα νάσαι ο πρώτος που το ανακαλύπτεις.
Απλά λόγια
Βράδυ όμοιο σχεδόν με τ’ άλλα: η πλήξη, λιγοστό το φως,
οι χαμένοι δρόμοι
κι άξαφνα κάποιος που σου λέει «είμαι φτωχός», σα να σου
δίνει μια μεγάλη υπόσχεση.
Σε μία γυναίκα
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα
πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πως γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
Εσωτερικοί χώροι
Είναι ασύλληπτο πώς μπαίνει κανείς σε μια κάμαρα.
Το κλειδί δεν έχει καμιά σημασία.
Πρώτες βοήθειες
Αργά. Το καφενείο άδειασε. Οι φίλοι έφυγαν. Κι εγώ
ρεμβάζω ολομόναχος, κάνοντας τάχα πως παίζω με τις
τρίχες του στήθους μου, ενώ βγάζω, προσεχτικά, μια μια
τις σφαίρες της συνομιλίας.
Γειτονικά δωμάτια
Άθλιες σκηνές το βράδυ, λόγια αδιάφορα, η μυρουδιά του
άπλυτου μωρού,
ο γέρος που αποκοιμήθηκε στην καρέκλα, μικρές μοιχείες
στον ύπνο, οι εποχές, (ποιες εποχές;) –
ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν μουσική, σαν
κάποιος να θεραπευόταν απ’ την προσωρινότητα.
Ο τυχερός
Και το βράδυ μέναμε χωρίς σπίτι,
γιατί το σπίτι το κέρδιζε εκείνος που κοιμόταν.
Την ίδια ώρα
Στην κάμαρα, καμιά φορά, το απόγεμα, σηκώνεται λίγη
σκόνη, σαν κάποιος να πέρασε. Ποιος άλλος
απ’ αυτόν που διαφύλαξε τη ζωή μας εδώ, ολομόναχη ή ακόμα
και ξένη – την ίδια ώρα που εμείς σπαταλούσαμε
τη δική του
έξω στους δρόμους.
Εξωτερικές δυσκολίες
Όλοι είχαν πεθάνει, το σπίτι έρημο – όταν χτύπησαν
στην πόρτα. «Δεν είναι πια κανείς εδώ» φώναξα. «Λάθος, μου λέει εκείνος, μόνο που…», αλλά φυσούσε αέρας δυνατός
και δεν μπόρεσα να μάθω την αλήθεια.
Ανακάλυψη, 1977.
Πηγή: https://selidestexnis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου