Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Ανδρέας Καμπάς - Ποιήματα


ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ…

 

Περιμέναμε στο Σύνταγμα το βράδυ

ανάμεσα στις αδειανές καρέκλες και στο σβηστό το φως

περιμέναμε τις αγάπες.

Όμως οι αγάπες δεν ήρθανε

γιατί δεν μπορούσανε να μας δώσουν τ’ αληθινό.

Περιμέναμε μες στο βρωμόσπιτο

αγκαλιά με τις γυναίκες μιας βραδιάς

περιμέναμε την ηδονή

όμως η ηδονή δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε πάνω στις βουνοκορφές

ανάμεσα στα κεραυνωμένα δέντρα

περιμέναμε κάτι από τη φύση

όμως το κάτι αυτό δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε τους σοφούς

Μέσα στ’ αργαστήρια σκυμμένοι στις μελέτες

περιμέναμε τη γνώση

όμως η γνώση δεν ήρθε

γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ’ αληθινό.

Περιμέναμε με τις παρέες πάνω απ’ τα βουβά ποτήρια.

Περιμέναμε το μεγάλο το ωραίο το ιδανικό.

Περιμέναμε, μα τίποτα δεν ήρθε

τίποτα δεν θα μπορούσε να ’ρθει…

Και συρθήκαμε αργά στο σπίτι

γι’ άλλη μια βραδιά.

(1939)

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Γ.Μ.

 

Σα γύρισε ο Γιάννης Μ. απ’ τις γραμμές των πρόσω

μας φάνηκε σα να ’χε ανδρωθεί

σαν κάτι πιο ωραίος, δυνατός και βέβαιος

αυτός ο άλλοτε λεπτοφυής κι ανήσυχος.

 

Δικοί και φίλοι χαρήκαμε πολύ

γι’ αυτήν την αλλαγή του

πιστεύοντας

(με το κοινό και πρακτικό μυαλό μας πάντα)

ότι ο νέος ποιητής είχε σωθεί

απ’ το θάνατο

αλλά κι από τη νοσηρή εφηβική λαγνεία

 

(τα ξέπλεκα μαλλιά έτσι όπως χύνονται στους ώμους

μοιάζουν μ’ επίκληση της θάλασσας, έλεγε – )

 

Αλλά πιο κάτω και πιο μέσα στη ματιά του

μπορούσαμε να δούμε ν’ ανεβαίνει

η ίδια κούραση,

μια πιο ανεξήγητη αγριάδα που έσκαβε

το καθαρό του βλέμμα.

 

Εδώ είναι οι κάμποι και οι λαγκαδιές που γνώρισες

ετούτο το χειμώνα, Γιάννη Μ.

όμως την άνοιξη ο καιρός με τη σοφία του

θα σπείρει χλόη κι ανεμώνες εκεί

όπου η γη σκούρυνε απ’ το αίμα,

όπου τα σώματα δεν πρόφταναν να λιώσουν,

όπου σπασμένα σίδερα και σκελετοί

ανθίστανται ακόμα.

 

Οι κάμποι που εγνώρισες Γιάννη Μ.

θα λησμονήσουνε τα βογκητά και τις βλαστήμιες,

τη λύσσα που υψωνόταν στον άδειο ουρανό.

Ας πούμε ότι θα λησμονήσουνε

την αδικία που άπλωνε τη ράχη τους ο θάνατος.

Όμως εσύ, τι από αυτά μπορούσες να ξεχάσεις;

Να κατορθώσεις να μη σπάσεις,

Μπορούσες ηττημένος, να μην κάνεις πίσω;

(1941)

 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

 

Είναι πολλά τα πουλιά του ουρανού

Κι έχουνε χρώματα εξωτικά

και κελαηδούν υπέροχα.

 

Μ’ απ’ όλα αγαπώ τ’ αποδημητικά πουλιά.

 

Αυτά ξέρουν κι αποχαιρετούν

τη μαύρη μέρα του αποχαιρετισμού.

 

Ξυπνάν ένα πρωί και φεύγουν

πετάν ίσια για τις καινούριες χώρες

χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, και ξεχνούν.

 

Δεν γεύονται μήτε τον πόνο, μήτε την πίκρα

Μόνο μεθάν απ’ το υγρό

τ’ αραχνοΰφαντο

το σύγνεφο που σκίζουνε

Μεθάν από την άπλα και το χάος του ορίζοντα.

Και πετάν μπροστά

χωρίς διαμαρτυρίες και ερωτήσεις.

 

Αποδημητικό πουλί, δεν είναι δυνατό

να γίνεις συ, ψυχή μου.

 

Της λογικής η σιδερένια κλούβα,

σε κρατάει σφιχτά.

 

Δεν είναι να πετάξεις.

Δεν είναι να πετάξεις.

 

Μόνο καμιά φορά, σαν θες παρηγοριά

κάτσε και βλέπε, όταν έρχονται

ή σαν φεύγουν τα πουλιά.

 

Και μοιρολόγα.

(1958)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου