Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ποιήματα

 Η ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ

Στον Πέτρο Δήμα

Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις

δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδισμα της σιταρήθρας.

Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο

κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή

ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής

γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδίζονταν μέσα μου.

 

Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού

στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι

να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,

που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους

του Ταΰγετου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανούριζαν

σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!

 

Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν

παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.

 

Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!

Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε

πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.

 

Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες

όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι

που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.

Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα

κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα

που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.

(Ο ΤΑΫΓΕΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ, 1949)

 

ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

 

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,

άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους

γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

 

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,

κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:

Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, πού γύριζες –

ποιος γέμισε τα ρούχα σου δάκρυα

και νεραντζάνθια.

(Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957)

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

 

Άνεμε, πλούσιο, παιδικό, εφηβικό

κι ανδρικό επανωφόρι μου, η έρημος

μεγάλωσε πάλι. Δίπλωσέ με καλύτερα.

Η μέρα μου, σήμερα, πέρασε όλη

σαν ένας μεγάλος ανα-

στεναγμός.

Ξανανύχτωσε.

Τρεμοσειούνται τα’ αστέρια. Ο Κύριος διορθώνει τη στέγη μου.

(ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1961)

 

ΔΕΝ ΘΑ ΗΘΕΛΑ

 

Δεν θα ήθελα να πιστέψω

ότι σκάλιζα τον αέρα

με τη σμίλη του πάθους μου.

Δεν θα ήθελα να πιστέψω

ότι έγραφα στο νερό,

αλλ’ αντίθετα, πως

δούλευα πάνω

σε μιαν ύλη σκληρή

να δωρίσω μια μέρα

στην ανάγκη του κόσμου

ένα πρόσωπο – φως.

(ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, 1972)

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΣ

 

Ήρεμες οι βροχές κατά μήκος της οροσειράς.

Τα έλατα ειρηνικά, φορτωμένα την καρτερία τους.

Εκεί κοντά κάπου κοιμήθηκες, αν θυμάμαι καλά.

Τώρα πια θα την έλιωσε τη σάρκα σου ο καιρός

και θα ’τριψεν η έρημος τα κόκαλά σου.

 

Μα μ’ όλο που σε αρνήθηκε η πατρίδα, δεν μου πάει

να φανταστώ πως έλιωσε μαζί τους και το ωραίο,

το αστραφτερό, το σαν από αργασμένο

μέταλλο θείο, εκείνο σου χαμόγελο αλλά, λέω

πως αυτό απόμεινεν εκεί και πως τις νύχτες

βγαίνει και δύει μες στο δρυμό – μικρό φεγγάρι

(ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, 1974)


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου