Η ΚΟΥΠΑ
Είδα χρυσό: Πέτρινο φως, σ’ ένα σακί κλεισμένο.
Κι άλλο σακί, με κάρβουνα: Σκοτάδι ξεραμένο.
Τη φκιάσαν και την πήγανε και ο βοσκός τους λέει
μ’ ευγένεια που μέσα της θυμός αγίου πνέει:
«Κούπα χρυσή μου δίνετε οίνο μ’ αυτή να πιάνω
μα στο καλύβι μου, νυχτός, δοχείο θα την κάνω.
Δεν είμ’ εδώ να προσκυνώ τη ματωμένη λεία
μα των ανθών την άμεμπτη αιώνια βασιλεία».
ΕΡΗΜΗΝ
Α μοναξιά του ζώου με το μαχαίρι στο λαιμό
α μοναξιά
ερήμην των θεών και των ανθρώπων.
Μεγάλη Άρκτος, Άμαξα εσύ, Αλετροπόδα, Κατσαρόλι, Άλογο των άστρων,
κάτω απ’ το λαιμό σου είδα να διαβαίνει σιγανά
πυγολαμπίδα τ’ αερόπλοιο που λένε ξεκινά
πτήση νυχτερινή από τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, το Λος Άντζελες, τη Λίμα του Περού.
Και προσγειώνεται στην έρημο του Γκόμπι όπως όλοι κι όπως όλα. Πού αλλού;
Μεγάλη Άρκτος, Άλογο των άστρων
που στέκεις μες στης σιωπηλής της ομορφιάς το πλήθος,
για μια στιγμή διάττων τις ή ξίφος,
πύρινο βέλος ή φλεγόμενη σφενδόνα
είδα κοντά στην κεφαλή σου να περνά.
Κι ο νους μου πήγε στα κακά τα τωρινά.
Τα κοντινά.
Και βέβαια, τι καλά.
Άλογο εσύ των άστρων δροσερή μου ζωγραφιά
δεν το μπορούν οι άνθρωποι εσένα να σε φτάσουν.
Αν σ’ έφταναν θα σ’ έπιαναν τα πόδια σου να σπάσουν
για να μπορέσουν νόμιμα έτσι να σε περάσουν
στης Δύσης τα χασάπικα κονσέρβες να σε φκιάσουν.
.
ΣKOTΩNETE TA ZΩA
Σαν έρχονται τα ζώα μες στο σπίτι σας,
είτε για ζέστη είτε για δροσιά
(έντομα κι άλλα τέτοια) δεν τα διώχνετε
μα τα σκοτώνετε. Kαι βέβαια τα σκοτώνετε
αν και δεν ξέρουν πως αυτό είναι το σπίτι σας
αν και δεν κάματε συμβόλαιο μαζί τους
να ξέρουνε κι αυτά πως είναι σπίτι σας
και πως δεν θέλετε να τα 'χετε συγκάτοικους.
Στο σπίτι σας λοιπόν, καταλαβαίνω,
από το φόβο σας ή από σιχασιά,
από κακή συνήθεια, τα σκοτώνετε. Mα έξω;
Όταν τα βρίσκετ' έξω από το σπίτι σας
στον κοσμοφόρο αιθέρα, πώς μπορείτε
να τα σκοτώνετε και πάλι; Πώς μπορείτε
να τούς το κάνετε αυτό μέσα στο σπίτι τους;
.
H ΦΤΩΧΕΙΑ
Η φτώχεια με τραβάει προς τη λύτρωση.
«Σου φτάνει» λέει «ένα μικρό καλύβι στο βουνό
ή πιο σωστά να κατοικείς σε μια κουφάλα δέντρου.
Από βιβλία σου φτάνουνε ποιήματα
και παραμύθια.
Κ’ ίσως ούτε κι αυτά.
Σου πάει πιο καλά μια εντελώς
άδεια βιβλιοθήκη.
Αν και το τέλειο θα ήτανε τα ξύλα της
να επιστρέψουν το ταχύτερο στο δάσος».
ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ
Μαθαίνω τελευταία πως οι άνθρωποι
πολύ συχνά πεθαίνουν από έμφραγμα
ή εγκεφαλικά κι απελπισία επειδή
δεν βρίσκουν πάρκινγκ. Ναι, δεν βρίσκουν πάρκινγκ.
Ο άλλος, κάποιος μ’ αριθμό τον ΑΒΓΔΖΗΘΙΚΛΜ
9.099.843.211.507.9887
έψαξε όλη τη Γαλλία, δεν βρήκε τίποτε,
ανέβηκε στις Άλπεις, τίποτε, κατέβηκε Ιταλία, έφτασε
μέχρι την Αίτνα, το ηφαίστειο
όλο κατειλημμένο, έφυγε προς Ρώμη, Βενετία, πέρασε ψηλά
στο Βελιγράδι, έφτασε στα Σκόπια, διάβηκε
προς την Κωνσταντινούπολη, επιτέλους
στο Κουρδιστάν βρήκε και πάρκαρε ψηλά
σε ένα δέντρο.
Όμως αυτό ήταν το δέντρο τ’ ουρανού
όπου παρκάρουν μόνο οι πεθαμένοι.
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΣ ΕΛΕΓΕΣ ΚΙ ΕΣΥ
σ’ ένα χωριό κοντά στον Ψηλορείτη
βλέποντας ντολμαδάκια: «Τουρκικό
ξέρετε είν’ αυτό το φαγητό».
Κι ο Κρητικός τής είπε ελληνόφωνα
συγκρατημένα σοβαρά και χαμηλόφωνα:
«Σύμπλεγμα είναι του σφετεριστή
να βλέπει σα δικό του κάθε τι.
Πηγαίνετε στης Μνήμης τα αρχεία
να μάθετε ολίγην ιστορία.
Πού είχατε εσείς τα αμπελόφυλλα;
Πού βρήκατε στη στέππα κληματόφυλλα
για να τυλίξετε εκεί σα να ’ναι δόλωμα
το φαγητό που τ’ ονομάζουμε ντολμά;
Τουλάχιστον ας έλεγες κι εσύ
είμαστε Έλληνες κι εμείς, Βυζαντινοί,
λησμονημένοι, αφού, δια της βίας
μας τούρκεψεν ο μπόγιας της Ασίας».
.
ΠΡΟΣ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Όχι δεν πρέπει εμείς δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.
Και πρέπει νά ’βρουμε τον τρόπο να πληρώσουμε
του δολοφόνου μας το ρούχο αν λερώσουμε,
αν την ορμή του αίματός μας δεν κρατήσουμε
και του φονιά μας το κουστούμι πιτσιλίσουμε.
Ω πρέπει νά ’μαστε πολύ προσεχτικοί
όταν ο μπόγιας κάνει τέτοια τελετή
που μας τιμάει, που μεγάλο και τρανό
στον κόπο βάλαμε να σφάζει ουτιδανό.
Κοίτα το αρνί που κάτω έχουν κολλήσει
και το κρατούν για να του κόψουν το λαιμό,
με τα ποδάρια του ζητά τον ουρανό
μήπως και φτάσει ως εκεί για να πατήσει
στέρεο έδαφος να βρει και να λακίσει….
Κοίτα το αρνί που κάτω έχουν πατήσει,
μόνο αέρα κατορθώνει να κλωτσά
κι ο ουρανός πάνω απ’ τα πόδια του γλιστρά
γιατί κι αυτός δεν θα τολμούσε να βοηθήσει
όποιον κ’ οι άγιοι τον έχουν λησμονήσει,
(σ’ άμφια μέσα βολεμένοι κι εκκλησίες
δέχονται αυτοί βαθειές γονυκλισίες).
Όχι δεν πρέπει εμείς δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.
Το λένε αυτό και συγγραφείς νατοϊκοί
(που τους παρέκαμψαν ο έρωτας κ’ η ποίηση
γιατί δεν έμειναν αθώοι και απλοί
και σ’ άλλα κόλπα βρίσκουν πια ικανοποίηση).
Όχι δεν πρέπει εμείς, δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.
Και πρέπει νά ’βρουμε τον τρόπο να πληρώσουμε
του δολοφόνου μας το ρούχο αν λερώσουμε
αν την ορμή του αίματός μας δεν κρατήσουμε
και το καινούργιο του κοστούμι πιτσιλίσουμε.
.
ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΑΥΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ
Όταν ελάφι κάθεται στο πλάι του
γονατιστό χύνοντας δάκρυα στο στήθος του
δεν είν’ αυτός νεκρός
είν’ οργισμένος.
Γι’ αυτή την καθυστέρηση της Άνοιξης
γι’ αυτά τ’ ανθρώπινα κορμιά που γίναν πέτρινα
από τη δίψα την πολλή του την αβάσταχτη
ο ουρανός του είναι ραγισμένος.
Δεν είν’ αυτός νεκρός, από τον ίσκιο του
κι απ’ τη μικρή του καρυδιά λησμονημένος.
Όταν καθίζουν μέλισσες στα χείλη του, στα μάτια του
οι πεταλούδες, στα ποδάρια του, στα χέρια του,
δεν είν’ αυτός νεκρός
είν’ ανθισμένος.
Πίσω απ’ των άστρων τη σπορά μέσα στο έρεβος
ο νους του δες σαν ήλιος μακρινός
είναι κλεισμένος.
.
ΤΟΤΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑ
Κοίταξα στον καθρέφτη - ήλιο για να δω
το πρόσωπό μου. Αλλ’ αδύνατον.
Αυτή,
αυτή η λάμψη μου.
Τότε κατάλαβα γιατ’ είμαι τόσο μόνος.
ΣΚΛΗΡΟ ΡΟΚ
Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από τη «17 Νοέμβρη»,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.
Πιάσαμε αξιότιμους πολίτες και τους πήγαμε δεμένους σε κρησφύγετο εκεί μες στα βουνά.
Σε σπήλαιο που δεν φτάνουν οι αχτίνες ανιχνεύσεως των ΗΠΑ.
Τον ένα τον κοσκίνισαν οι σφαίρες μας
γιατί στην τηλεόραση συχνά
τα γεγονότα τα ’λεγε «ιβέντς».
Συντρόφισσα ανάλαβε με μάχαιρα κουζίνας
κάποιον που βίαζε γυναίκες και παιδιά.
«Βία στη βία» του ’πε «παλιοτσόγλανε»
και του ’στριψε τη μάχαιρα στον κώλο του βαθειά.
Κι άλλη συντρόφισσα φορώντας ελαφιού
μάσκα σκοτώνει στη σειρά τέσσερις κυνηγούς
και δύο τους τραυμάτισε σακάτηδες να μείνουν
όπως συμβαίνει κάποτε στους άμοιρους λαγούς.
Είχαμε κι εστιάτορα που ’βαζεν ασυστόλως
αντίς για λάδι λίπη στη σαλάτα μας.
Τον εκτελέσαμε με δέκα πηρουνιές.
Τον ιατρό του ΙΚΑ τον εσύραμε
πάνω στα πτώματα των άλλων και τον πνίξαμε
στουπώνοντας το στόμα του με πλήθος φακελάκια
μέχρι που έσκασε σα γέρος στην ουρά.
Είχαμε κι ένα δήμαρχο που τα ’πιανε από μίζες
μοιράζοντας χοντρά λεφτά με φίλους του εργολάβους
ενώ μας είχε ο άχρηστος πνίξει μες στα σκουπίδια.
Τον ξεκοιλιάσαμε και πέθανε κρατώντας
τα πλούτη που του χύνονταν απ’ την κοιλιά του έξω.
Αυτόν που είχε βίτσιο του να πνίγει με θηλειά
σκύλους και γάτες ή παλούκωνε αλεπούδες
στο βράχο τον κρεμάσαμε, πάνω από φωτιά
και σιγοκαίγονταν εκεί για πέντε ώρες.
Τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν ένα μπρέικ,
τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν τάιμ άουτ.
Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από τη «17 Νοέμβρη»,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.
Σόρι παιδιά που είμασταν σκληροί.
Στο μέλλον ίσως να ’μαστε σκληρότεροι.
ANAΦOPA
Θεοί!
Ένας δυνατός νοτιάς φυσά, χλιαρός. Bουίζουν τα δέντρα· από το πεύκο φτάνει δροσερός ένας αχός· κυματίζουν τα χορτάρια και λάμπουν. Στην ατμόσφαιρα η αχνή καταχνιά της ανθόσκονης. Xιλιάδες βότανα, μ’ αρώματα και μνήμες από κόσμους ξεχασμένους ίσως ή παράλληλους. Kαι τα κρίνα. Kαι οι παπαρούνες. Kαι οι πασχαλιές. Kαι οι αρχανδρικοί απρίληδες. Kαι οι θεόμορφοι πανσέδες. Kαι οι κουτσουπιές. Kι όλοι οι γαλαξίες καθρεφτισμένοι εδώ, στο φόρεμα της Mεγάλης Nύμφης.
Kοτσύφια κι αηδόνια, ο σπίνος κι ο κούκος, ο γκιώνης και η κουκουβάγια, κάνουν όλα μαζί τον αυλό του Πανός. Kι εγώ είμαι μαγεμένος μέρα και νύχτα.
Xτες την αυγή ο κούκος με πλάνεψε. Mε πήρε ο κούκος προς τους τόπους του. Kαι λοιπόν; Άλλωστε ήδη η Mεγάλη Nύμφη μού πήρε τα μυαλά· ήδη ο Παν με άφησε με ανοιχτό το στόμα. Σα νά ’μαι ο χαζός αυτού του Kόσμου. Kαι είμαι ο Xαζός αυτού του Kόσμου. Kι ο ουρανός ένα τεράστιο Mάτι που μέσα του χάθηκα.
Όχι δεν είμαι ο πνιγμένος ενός άλλου κόσμου. Eίμαι ο μαγεμένος από τη Γη. Aπό τα μαγικά της δέντρα. Aπ’ τη Γυναίκα, που ντύνομαι και ξαναντύνομαι, γυρεύοντας με πάθος την Aπόλυτη Eν-Σάρκωση, καθώς ολόγυμνο με πέταξε στα πόδια της -η δίνη προς το κέντρο, ο χρόνος- το ισχυρότερο ρεύμα της Αιωνιότητας.
.
ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Πολύ σοβαρά παίρνουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους. Κι αλαζονεύονται ανόητα πάνω στη Γη. Που δεν είναι παρά μόνο ένας κόκκος της ανθόσκονης που ονομάζεται Γαλαξίας, και που απλώθηκε σαν φύσηξε ολίγον τι ο χρόνος, στο περιβόλι της Αιώνιας Άνοιξης.
.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 2: (που χρησιμοποιήθηκε μετά το πρώτο βιβλίο):
Γεννήθηκα δεν ξέρω πότε και που. Αναζητώντας την ιαματική ομορφιά και την αλήθεια που ελευθερώνει, βρέθηκα στους δρόμους της ποίησης.
Να ’μαι εδώ που το Μηδέν δαγκώνει την ουρά του
με ηδονή
______και πόνο
να ’μαι
στο μέσον της αιωνιότητας
στην αρχή και στο τέλος της.
*
Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.
Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβέννα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε Θεία.
Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυθος
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα
Την Κίχλη
Το Μανθρασπέντα.
Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.
ΤΟ ΩΤΟΣΤΟΠ
Στα ακαρνανικά βουνά το punto μου οδηγώντας
(θαρρώ πως στα ιταλικά punto θα πει «τελεία»),
στα ακαρνανικά βουνά, συχνά με σταματούνε
για να τους πάρω μέχρι το χωριό τους
ή και το δρόμο τους απλώς να λιγοστέψω.
Άλλος εκεί να κουβαλά ένα δεμάτι φρέσκο
χορτάρι για τις γίδες του. Άλλος ένα δεμάτι
κλάρες ξερές ή και χλωρές το φούρνο να ταΐσει.
Άλλος ένα σακί κουκιά, φασόλια ή καλαμπόκι.
Άλλος πεπόνια ή καρπούζια, άλλος τίποτε.
Κ’ είναι κι αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό.
Όλοι σαν μπουν στο αμάξι μου βάζουν και το φορτίο.
Μόνο αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό
μόνο αυτοί δεν βάζουνε μέσα και το φορτίο.
Αφήνουνε τον ουρανό πάντα εκεί απ’ έξω.
Κι όταν θα φτάσουν στον προορισμό τους
όταν κατέβουν απ’ το αμάξι μου
φορτώνονται τον ουρανό, ξανά, και συνεχίζουν.
ΤΑ ΑΓΡΙΑ
Τα ήμερα δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.
Χρειάζονται μαντρί, κλουβιά, μια γλάστρα, πότισμα, φαΐ, σχολείο, άσκηση.
Όμως τα άγρια δεν έχουν την ανάγκη κανενός.
Ρίχνει ο άνεμος τα φύλλα στο βαθούλωμα του βράχου να χωνέψουν και να γίνουν κοπριά.
Όμως οι ίριδες φυτρώσαν έξω απ’ το βαθούλωμα·
από το φόβο τους μην τύχει και κλειστούν·
από το φόβο τους μην τύχει και κλειστούν μέσα στη γλάστρα ενός βράχου και ημερέψουν.
Έξω φυτρώσανε στην άκρη εκεί χυμένες λες απ’ την ασπίδα τ’ Ουρανού.
Τα ήμερα δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.
Ακόμα κ’ οι θεοί δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.
Ποιήματά μου άγρια να είσαστε (ω εαυτέ!)
όπως οι ίριδες και τ’ άστρα, ο Προκύων, κ’ οι Πλειάδες·
όπως το άγριο σύμπαν που δεν έχει την ανάγκη απ’ τη φροντίδα κανενός.
ΒΥΣΣΙΝΙΑ
Άγρια τριανταφυλλιά
σα ρήσος πήδηξες, γαντζώθηκες
επάνω στη μικρούλα βυσσινιά.
Μαζί με αγκαθωτά ερπετά, φίδια των βάτων, γονατίσατε το δέντρο το φτωχό.
Αχ βυσσινιά μου, ελαφίνα μου,
δε φταίνε τ’ άγρια που χύμηξαν επάνω σου.
Δέντρα είναι κι αυτά, μ’ εχθρούς (γι’ αυτό τ’ αγκάθια τους).
Όμως εντέλει έπρεπε να γίνει.
Άρπαξα την κοσιά-φτερό του Χάρου
κι έχοντας χέρι σιδερένιο την πηρούνα μου
κι έχοντας πόδι σιδερένιο την τσουγκράνα μου
δράκοντας έγινα, κρατώντας
την τσαλακόπα νύχι μου ατσάλινο
την τσαλακόπα ράμφος σιδερένιο.
Άφησα μακριά τα ηλιοτρόπια, τον καθρέφτη μου, τον θρόνο μου, το σκάκι μου, τη γραφομηχανή μου.
Μ’ ακολουθήσαν όμως τα πιστά εργαλεία μου:
το σιδερένιο φοβερό πουλί το κλαδευτήρι μου,
το σιδερένιο δοντερό φτερό μου το πριόνι μου,
κι όρμηξα επάνω
κόβοντας, πριονίζοντας, τραβώντας, δίχως πάθος, δίχως λύπη ή θυμό.
(Είχα νικήσει την ευσπλάχνιση μ’ ευσπλάχνιση).
Κι έπεφταν τ’ άγρια, τ’ αγκαθωτά κλαδιά, κομματιασμένα.
Κι εσύ μικρούλα βυσσινιά σηκώθηκες, τινάχτηκες, λίγο χλομή ακόμη από τον τρόμο σου. Το ξέρω.
Ξέρω πως το κλαδίσιο χέρι σου θ’ απλώσει να μου δώσει το κορμί σου, την ουσία σου, το κουκούτσι σου,
κλεισμένο σ’ ένα δέρμα βυσσινί
κλεισμένο σε μια σάρκα που ’ναι η γλύκα της στυφή.
ΟΙ ΚΙΣΣΕΣ
Ποιος παίρνει τα σαπούνια που αφήνω έξω εκεί κοντά στο
λάστιχο που πλένομαι;
Τα παίρνουν μήπως τα ποντίκια για να χτίσουν έναν Παρθενώνα;
κρεμούν
και να πεθαίνουν έτσι το ταχύτερο;
Τα παίρνουν τάχα οι ασβοί για να γελούν καθώς θα κρύβονται
και θα τα ρίχνουνε στους άπλυτους διαβάτες;
Τα παίρνουν μήπως τα κοράκια και τα τρώνε σαν τυρί;
Τα παίρνουν Βαβυλώνιοι κι Ασσύριοι για να γράψουν πάνω τους μ’ εκείνη την πανάρχαια γραφή τους που τη λένε σφηνοειδή;
«Όχι» μου κρένει η θεια-Ντίνα. «Όχι.
Τα παίρνουνε οι κίσσες, γκζάνες, καρακάξες, όπως θες ονόμασέ
τες.
Τα παίρνουν για να φκιάσουν μάγια στις αντίζηλες
ή για να κάνουνε βουντού στους κυνηγούς
ν’ αρχίσουν να χτυπούν ένας τον άλλο σα να ήτανε θηράματα».
«Αλήθεια;» λέω «έχουν φτάσει ως εκεί;»
«Αυτές παιδί μου είναι αναγελάστρες, είναι κλέφτρες, είναι
μάγισσες
κατέχουν το Μεγάλο Θησαυρό.
Αρχαίων εταιρών και βασιλιάδων, τι εγίναν τόσα πλούτη μυθικά;
Κύπελλα από έβενο ή κοράλλι, δαχτυλίδια, περιδέραια, βραχιόλια,
σκουλαρίκια και λογής διαμαντικά.
Χτένια χρυσά, καθρέφτες απ’ ασήμι, σκήπτρα, στέμματα,
μαχαίρια φονικά που τα σκεπάζουν με αχάτες κι
αμεθύστους, με σμαράγδια και σακιά μαργαριτάρια. Τι
εγίναν όλ’ αυτά;
Λένε πως τα ’χουν όλα μαζεμένα οι καρακάξες στην κουφάλα
μιας πελώριας γριάς βελανιδιάς.
Ή σ’ ένα σπήλαιο που είναι στον ψηλότερο γκρεμό του κόσμου κι
έχουν βάλει φύλακα εκεί τον δράκοντα των άστρων».
Έτσι μου είπε η θεια-Ντίνα, μα ενώ
εγώ κατέγραφα ετούτα φτάνει εκεί στο παραθύρι τής καλύβας
μου μια κίσσα και μου λέει:
«Κοίταξε ποιητή, μην την πιστεύεις
την Ντίνα, (ή θεια-Ντίνα όπως τη λες) εμείς την ξέρουμε.
Είναι μια ψεύτρα, κουτσομπόλα, κλέφτρα, εμείς την ξέρουμε.
Λοιπόν,
αν θέλεις να μ’ ακούσεις
ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτά που λεν οι κίσσες».
ΣΤΗ ΝΥΜΦΗ
Τώρα που πας για το χωριό σου, θα διαβείς
από της Κλεοπάτρας τη Διώρυγα και φτάνοντας
στο Άκτιον, θυμήσου πώς, στοχάσου πώς τη χάσαν
τη ναυμαχία που την είχαν κερδισμένη.
Ότι ενώ νικούσανε, από μια δυσπιστία
της Κλεοπάτρας που κινήθηκε να φύγει,
βρέθηκαν νικημένοι. Ένα λαθάκι, μια ψευδαίσθηση
που όμως άλλαξε το χάρτη όλου του κόσμου.
Κ’ ύστερα όταν φτάσεις στον Αχέροντα
μην τον ακολουθήσεις, μη σταθείς
στις μουσκεμένες όχθες του όπου λωτοί φυτρώνουν
με ομορφιά που είναι ακατανίκητη.
(Είν’ απ’ τους σπόρους πού ’πεσαν σα διάβηκε η Σαπφώ
-πέσαν απ’ το μαντήλι της ή κάποιο ποίημά της-
και μ’ άρωμα γλυκύτατο πάντα εκεί φυτρώνουν
στολίζοντας νοσταλγικά το φοβερό ποτάμι).
Τράβηξε προς τους τόπους της Ηπείρου, να χαρείς
την ανηφόρα που πηγαίνει προς τα Γιάννενα.
Όμως στα Γιάννενα μην μπεις, φύγε, να προσπεράσεις
τη λίμνη πού ’ν’ ο νέρινος τάφος της Ευφροσύνης,
που ο Χάροντας την έπνιξε όταν ενσαρκωμένος
έχτισε τα σεράγια του στης Λίμνης το Νησάκι.
Πήγαινε δεξιά, προς τ’ άγια μέρη σου
τα μακεδονικά, κι ακολουθώντας
τους δρόμους του αητού, του ζαρκαδιού και του λαγού, να ταξιδέψεις
στα χιονισμένα σου πανέμορφα βουνά.
Και πλάι στο τζάκι των γονιών σου καθισμένη
κοίταξε απ’ το παράθυρο να δεις
την Άρκτο τη Μεγάλη ακολουθούμενη
από την Άρκτο τη Μικρή, που κατεβήκανε,
-δες τες που κατεβήκανε κι αυτές όπως κι εσύ-
από τον ουρανό για να βαδίσουνε
στους δρόμους του χωριού σου. Μα τη νύχτα
όταν εκείνες επιστρέψουνε στη θέση τους, εσύ, εσύ να μείνεις.
Να φας, να πιεις, και κάθε τι, εκεί να το γιορτάσεις,
ν’ ακούσεις τη γιαγιά φωτιά, το χιόνι να χορτάσεις.
Και πάλι νά ’ρθεις. Παίρνοντας, του έρωτα τα χνάρια.
Φέρνοντας μέλι, κάστανα, καρύδια, μανιτάρια,
ρόδια και σύκα, τσίπουρο και το κρασί το φίνο,
μούσα μου εσύ, νεράιδα μου, νύμφη μου λατρεμένη,
πάλι στον Πάνα σου να ρθείς, με τ’ άρωμά σου εκείνο…
Ω πύλη των Ηλύσιων, με δάσος σκεπασμένη
αίγα μυρίζεις και βλαστό σαν είσαι μουσκεμένη.
TO ΠNEYMA
(H ποίηση στην ανθρώπινη ιστορία· ποίημα-δοκίμιο· μιλά ο Παν):
Oι πρώτοι ποιητές γράφαν με κτίρια - σπηλιές
(ναούς μικρογραφίες του σύμπαντος) με πράξεις
συμβολικές, με παραστάσεις, με χορούς.
Γράφαν τα μυστικά του σύμπαντος
που βίωσαν στο βίο τους και στη βία.
Έτσι γενήκαν τα μυστήρια που είναι
τα αρχαιότερα γραφτά των ποιητών.
Ύστερα από κάθε ποιητή βεβαίως
αναλαμβάναν τα μυστήρια οπαδοί.
Και μη βιώνοντας αυτοί τα όσα βίωσε
ο ποιητής, ελησμονιόταν
γενιά με τη γενιά, των μυστηρίων η σημασία.
Έμεν’ ο τύπος μόνο που γινόταν
χτήμα της εξουσίας. Ή και κάποτε
αλλοιωνότανε ακόμα και ο τύπος, αναλόγως
με το συμφέρον των κατόχων του ναού
πού ’χτισ’ ο ποιητής για να μπορέσει
να καταγράψει εκεί την οικουμένη.
Kι ερχόταν κάποτε ο νέος ποιητής,
(ένα απ’ τα πολλά ονόματα και πρόσωπα
του ενός και μόνου ποιητή που ’ναι το Πνεύμα).
Όμως οι ιερείς δεν τον ενέκριναν
δεν τον αναγνωρίζαν επειδή
πάντα αναγνωρίζεται κανείς,
μόνο και μόνο απ’ τους ομοίους του.
Κίνδυνος ήτανε γι’ αυτούς ο ποιητής. Xαλούσε
τη βολική εξουσία τους, τη βολική ερμηνεία τους, χαλούσε
τη βολική τους εκμετάλλευση, τον πλούτο τους.
Συκοφαντώντας τον και διασύροντάς τον
οι ιερείς εξόριζαν ή σκότωναν
τον νέο ποιητή, και μόνο πάνω
στο αίμα της θυσίας ξαναχτίζονταν
ο νέος ναός-μικρογραφία του Kόσμου.
K’ ύστερα εφευρέθη η γραφή. Αυτό το γρ
πάνω στην πέτρα, στον πηλό, στο δέρμα ή στο ξύλο,
στον πάπυρο, στο πέιπαρ, στο παπύρ και στο παπγιέ
ή στο χαρτί.
Γραφή με σφήνα και σφυρί, με το χαράκι, το καλάμι, το φτερό, την πένα, το στυλό
με την τελεία που κυλά φκιάχνοντας γράμματα.
Oι ποιητές ανέκαθεν, πριν τη γραφή,
κ’ ύστερα, υπαρχούσης της γραφής,
πάντα απήγγειλαν το έργο τους, στο θέατρο,
γύρω απ’ την εστία και κυρίως
στης αγοράς το βήμα. Και το βήμα
σήμερα είναι η τηλεόραση. Και ζεις
στην εποχή της τηλεόρασης. Kι αντίς
αυτή να ’ναι το βήμα σου, απ’ όπου
θα λες την ποίησή σου να μοιράζεσαι
με τους ανθρώπους όσα γράφεις κι όσα σκέφτεσαι
οι πονηροί ιερείς και οι οπαδοί τους
παιδιά εκείνων που ανέκαθεν σκοτώναν ποιητές
οι πονηροί ιερείς της εποχής σου
(οι νεοβάρβαροι που τρέμουν την αλήθεια,
την ομορφιά του ποιητή, τη δύναμή του)
κλείνουν το στόμα σου, το βήμα σού στερούν.
Kι έχουν τον τρόπο τους καθώς είν’ ενταγμένοι
στο σύστημα που πάντα προωθεί
τις μετριότητες που εύκολα
εξαγοράζονται, υποκύπτουν και ελέγχονται.
Βεβαίως το σύστημα ως είναι πονηρό
δεν προωθεί μονάχα τους μετρίους
αλλά και τους καλούς γιατί μ’ αυτούς
φκιάχνει το φράχτη εκείνον ή τον τοίχο
πίσω απ’ τον οποίο εξοντώνει
με πλήρη άνεση, τους πράγματι (ω ναι)
επικινδύνους για το σύστημα: Τους άριστους.
Δεν ξέρω (ας καμωθώ ότι δεν ξέρω)
αν είσαι άριστος. Eκείνο
που ξέρω είναι πως το σύστημα
χίλιες φορές σού έστησε καρτέρι,
κι αν του ξέφυγες,
είναι γιατ’ είσ’ εκείνος ο πολύτροπος
Έλληνας που ονομάζεται Κανένας.
Μα αν ακόμα υπάρχουν ποιητές
είναι γιατί συνδέονται μ’ εκείνο
το μέγα σύστημα του σύμπαντος
μπρος στο οποίο τα καμωμένα
από την απληστία και την άγνοια
ανθρώπινα συστήματα, είν’ αδύναμα,
παροδικά, ανίσχυρα, γελοία.
Kι αυτό γνωρίζοντάς το ο Pεμπώ
(ενσάρκωση λαμπρή που είχε φτάσει στην ουσία)
είπε πως κατά βάθος, κι ας μη φαίνεται,
μόνο το Πνεύμα έχει εξουσία.
O KHΠOΣ THΣ ΠOIHΣHΣ
Κήπος είναι η ποίηση με δέντρα
οπωροφόρα μέσα εκεί τους ποιητές.
Στον κήπο τούτον ο σοφός πάντοτε παίρνει
αυτό που κάθε δέντρο από τη φύση του
έχει να του προσφέρει· δεν ζητά
μήλα απ’ τη συκιά ή μανταρίνια
από την κερασιά. Όμως οι άσοφοι
κήπος της ποίησης δεν ξέρουν τι θα πει
γι’ αυτό κι απ’ τον παράδεισο των λόγων
φεύγουνε πάντα όπως ήρθαν νηστικοί.
ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
I
Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων· έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.
II
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
M’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο
και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από πάχνη κι από φωτιά
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό
Του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους.
Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά.
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
III
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός βαδίζω ερημώνοντας το μέλλον.
Στερεύουν οι πηγές της πλάνης τα πάντα ξηραίνονται.
Πλούσια απλώνεται η άμμος και μονάχα η άμμος
Χώρος για περισσότερη σκέψη
Χώρος για περισυλλογή κι ελευθερία
Χώρος του άδειου και της φωτιάς.
Έρχομαι από ’κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος
Γέρνω από γύρη σοφίας.
ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Ζώντας σε παραμύθια και θρησκείες, ταξιδεύοντας
μες από θρύλους, πολιτείες και λαούς
άκουσα και για κείνο το γεφύρι που το πλάτος του δεν είναι πιο μεγάλο από την κόψη ξυραφιού.
Μα όπως εξηγούν οι πιο σοφοί
διαβαίνεις το γεφύρι εκείνο μόνο αν ο ίδιος είσαι φως.
(Από το βιβλίο ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, Εκδόσεις Bibliotheque, 2019).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου