Τον καιρό που τα μαλλιά μου ήταν ακόμα ίσια κομμένα γύρω
από το μέτωπο μου
έπαιζα στην πόρτα του φράχτη, ξεριζώνοντας λουλούδια.
από κοντά μου πέρασες, παίζοντας με γαλανά δαμάσκηνα.
Και ζούσαμε έτσι στο χωριό Τσοκάν:
δύο μικρούληδες άνθρωποι, δίχως υποψία ή αντιπάθεια.
Στα δεκατέσσερα παντρεύτηκα εσένα τον Κύριο μου.
Δε γέλασα ποτές, ήμουνα ντροπαλή.
Σκύβοντας το κεφάλι, κοίταζα τον τοίχο.
Μου φώναζαν, χίλιες φορές, δε γύριζα πίσω.
Στα δεκαπέντε μου έπαψα να κατσουφιάζω,
ήθελα η στάχτη μου ν' ανακατωθεί με τη δικιά σου.
Για πάντα και για πάντα και για πάντα.
Έξω στο δρόμο γιατί να κοιτάξω;
Στα δεκάξι μου έφυγες,
πήγες στο μακρινό Κου-το-γεν, δίπλα στον ποταμό
με τις ρουφήχτρες,
πάνε που λείπεις τώρα μήνες πέντε.
Οι πίθηκοι φωνάζουν πάνωθε θλιμμένα.
Έσερνες τα ποδάρια σου όταν βγήκες,
στην αυλόπορτα τώρα μεγάλωσε το μούσκλο, τα λογής μούσκλα
μεγάλωσαν πολύ για να ξεχορταριάσεις.
Τα φύλλα πέφτουνε νωρίς το φετινό φθινόπωρο, στον άνεμο.
Οι ζευγαρωμένες πεταλούδες κιτρίνισαν κιόλας με τον Αύγουστο
πάνω απ' τη χλόη του κήπου μας που βλέπει κατά
το ηλιοβασίλεμα.
Μου κάνουν κακό. Γερνώ.
Αν κατεβαίνεις μέσα απ' τα στενά του ποταμού Κιάνγκ,
μήνυσέ μου το από τα πριν παρακαλώ,
κι εγώ θα βγω να σ' ανταμώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου