Συχνά κάτω απ’την πορφυρή τη λάμψη κάποιου φανοστάτη
Που ο άνεμος τη φλόγα του χτυπά ταρακουνώντας το γυαλί,
Που μυρμηγκιάζει θύελλας μαγιά τ’ ανθρωπομάνι,
Ένα ρακοσυλλέκτη βλέπεις νά’ ρχεται κουνώντας το κεφάλι,
Σκοντάφτοντας, χτυπώντας στα ντουβάρια σαν ποιητής,
Και τους χαφιέδες αγνοώντας, λες κι ειν’ δικοί του υποταχτικοί,
Σε δοξασμένα σχέδια την καρδιά κινάει να βάλει .
Όρκους κυρήττει, υπαγορεύει νόμους του κουτιού,
Καταγκρεμίζει τους κακούς, τα θύματα ψηλά ανεβάζει,
Και πάνω στο στερέωμα σαν ουρανός του κρεβατιού
Από την δικιά του αρετή ακαίρια μέθη βγάζει.
Ετούτοι οι δύστυχοι που τους μακέλεψε η ζωή τους,
Από τα χρόνια σκεβρωμένοι κι αργασμένοι απ’ τη δουλειά,
Λιώμα σκυφτοί στους σκουπιδοσωρούς 'πό κάτου,
Του μεγαλοπιασμένου Παρισιού τα μπερδεμένα ξερατά,
Σιμώνουν αναδίνοντας του κρασοβάρελου τη μυρωδιά,
Έχοντας συντροφιά τους λευκασμένους μες τις μάχες
Με τα μουστάκια τα πεσμένα όπως λάβαρα παλιά.
Κι απόκοντα σημαίες, λουλούδια, του θριάμβου αψίδες,
Στέκονται εδώ επίσημα, κλαρίνο στη σειρά!
Και μες το όργιο τούτο το εκπληκτικό και φωτεινό
Σαλπίσματα, τυμπανισμούς, ιαχές, ήλιου χαρά,
Τη δόξα φέρνουν στο λαό, πού από έρωτα μεθάει αληθινό !
Ίδια και το ανόητο ανθρωπομάνι μοιάζει να διασχίζει
Του χρυσωπού κρασιού ο Πακτωλός, θαμπωτικός`
Κάθε ζωή, δώρα σκορπίζοντας, σα βασιλιάς ορίζει
Μες το λαρύγγι μας άθλους υμνώντας λυρικός,
Κι όπως, την πίκρα και την πλήξη να παρηγορήσει
Φτωχών γεροκαταραμένων που τελειώνουνε τη ζήση τους βουβοί,
Βρήκε ο Θεός τη νύστα, αφού τον έτρωγαν οι τύψεις,
Ο Άνθρωπος επρόσθεσε, τέκνο ιερό του Ήλιου, το Κρασί!
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου
Τα άνθη του κακού
Le Vin de chiffonniers
Souvent à la clarté rouge d'un réverbère
Dont le vent bat la flamme et tourmente le verre,
Au coeur d'un vieux faubourg, labyrinthe fangeux
Où l'humanité grouille en ferments orageux,
On voit un chiffonnier qui vient, hochant la tête,
Butant, et se cognant aux murs comme un poète,
Et, sans prendre souci des mouchards, ses sujets,
Epanche tout son coeur en glorieux projets.
Il prête des serments, dicte des lois sublimes,
Terrasse les méchants, relève les victimes,
Et sous le firmament comme un dais suspendu
S'enivre des splendeurs de sa propre vertu.
Oui, ces gens harcelés de chagrins de ménage
Moulus par le travail et tourmentés par l'âge
Ereintés et pliant sous un tas de débris,
Vomissement confus de l'énorme Paris,
Reviennent, parfumés d'une odeur de futailles,
Suivis de compagnons, blanchis dans les batailles,
Dont la moustache pend comme les vieux drapeaux.
Les bannières, les fleurs et les arcs triomphaux
Se dressent devant eux, solennelle magie!
Et dans l'étourdissante et lumineuse orgie
Des clairons, du soleil, des cris et du tambour,
Ils apportent la gloire au peuple ivre d'amour!
C'est ainsi qu'à travers l'Humanité frivole
Le vin roule de l'or, éblouissant Pactole;
Par le gosier de l'homme il chante ses exploits
Et règne par ses dons ainsi que les vrais rois.
Pour noyer la rancoeur et bercer l'indolence
De tous ces vieux maudits qui meurent en silence,
Dieu, touché de remords, avait fait le sommeil;
L'Homme ajouta le Vin, fils sacré du Soleil!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου