«Λέγατε ὅτι περπατούσατε στοὺς δρόμους τῆς Κηφισιᾶς.»
«Ἄ, ναί. Στοὺς δρόμους, λοιπόν, αὐτούς, τὰ πάντα χαμογελοῦσαν, ὅπως λέμε, κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιο χαρούμενο, ὅπως αὐτοὺς ποὺ εἴχανε τ’ ἀλφαβητάρια, τὰ δὲ λουλούδια ἦταν σὰ χάρτινα, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ πουλᾶνε στὰ πανηγύρια. Τὰ καταπράσινα φυλλαράκια τους, κατάστικτα ἀπὸ τὴν πρωινὴ δροσιά, τὰ σάλευε τὸ πρωινὸ ἀεράκι, ἀλλὰ κατὰ κάποιο ἰδιόρρυθμο τρόπο, σὰν οἱ μίσχοι τους νὰ ἦταν ἀπὸ σύρμα.»
«Κατάλαβα, κατάλαβα», τὴ διέκοψε τότε αὐτός, γιὰ νὰ πάψει πλέον τοὺς προλόγους.
[πηγή: Νίκος Καχτίτσης, Ποιοὶ οἱ φίλοι, Ἡ ὀμορφάσχημη, Τo ἐνύπνιο, ἐπιμέλεια Ε. Χ. Γονατᾶ, Στιγμή, Ἀθήνα 1986]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου